18-06-2023

Η διάγνωση της Ινομυαλγίας. Το ακόμη άλυτο πρόβλημα

Η διάγνωση της Ινομυαλγίας. Το ακόμη άλυτο πρόβλημα

 

Ιστορικά η Ινομυαλγία είναι μια αρκετά πολύπαθη νόσος. Αρχικά για να αποφασίσει η ιατρική κοινότητα ότι αποτελεί μια ξεχωριστή νοσολογική οντότητα χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 30 χρόνια και αυτό έγινε αφού διανύσαμε μια περίοδο εντόνων αντεγκλήσεων σε διεθνή συνέδρια και στον διεθνή περιοδικό ιατρικό τύπο. Στη συνέχεια, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, προτάθηκαν από το American College of Rheumatology (ACR) το 1990 κάποια κλινικά διαγνωστικά κριτήρια, τα οποία όμως ήταν τόσο περίπλοκα που για να βάλει κάποιος τελικά την διάγνωση, έπρεπε να εξετάζει τον ασθενή επί ώρες. Το 2010 θεσπίσθηκαν νέα κριτήρια, (ACR 2010 criteria), τα οποία ήταν πιο απλοποιημένα και βασικά είχαν απαλείψει την υποχρεωτική ύπαρξη των σημείων ευαισθησίας αλλά δεν έλυναν το πρόβλημα (https://doi.org/10.1002/art.27584) και γι’ αυτό ερευνητές από την Σκωτία πρότειναν τα τροποποιημένα ACR 2010 κριτήρια τα οποία βελτίωσαν κλινικά την κατάσταση αλλά άλλαξαν όλο το προφίλ της νόσου. Πράγματι οι συνάδελφοι από το Aberdeen εφαρμόζοντας ταυτόχρονα όλα τα είδη των μέχρι τότε κριτηρίων σε 104 ασθενείς με χρόνιο πόνο τύπου Iνομυαλγίας, διαπίστωσαν τις εξής διαφορές (doi: 10.1136/annrheumdis-2016-209724): 

1) Από τους 104 ασθενείς οι 32 (31%) κάλυπταν τουλάχιστον μία από τις 3 ομάδες κριτηρίων. Οι 11 κάλυπταν τα ACR 1990 κριτήρια, οι 7 τα ACR 2010 κριτήρια και οι 27 τα δικά τους ACR 2010 τροποποιημένα κριτήρια. Τέσσερεις ασθενείς κάλυπταν όλα τα είδη των κριτηρίων.

2) Ο επιπολασμός της Iνομυαλγίας ήταν 1,7% με τα ACR 1990 κριτήρια, 1,2% με τα ACR 2010 κριτήρια και 5,4% με τα ACR 2010 τροποποιημένα κριτήρια.

3) Τόσο η εξειδίκευση όσο και η ευαισθησία όλων των ειδών των κριτηρίων διέφερε εντυπωσιακά.

4) Τα ACR 1990 κριτήρια έδιδαν αναλογία γυναικών/ανδρών, 13,7 προς 1, τα ACR 2010 κριτήρια έδιδαν 4,8 προς 1 και με τα ACR 2010 τροποποιημένα κριτήρια η αναλογία ήταν 2.3 προς 1. 

Υπήρχαν και άλλες διαφορές μεταξύ των διαφόρων ομάδων κριτηρίων, που απλώς τόνιζαν το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ακόμη κριτήρια που μπορεί να στηριχθεί κάποιος με σιγουριά επάνω τους και να θέσει την διάγνωση ή να κάνει διαφοροδιάγνωση της Iνομυαλγίας από άλλες νόσους με παρόμοιες κλινικές εκδηλώσεις.

 Έκτοτε η αντιπαράθεση συνεχίστηκε έντονη. Γιαυτό και τα κριτήρια σχετικά γρήγορα αναμορφώθηκαν με καινούργια κριτήρια τα ACR 2016 (doi: 10.1016/j.semarthrit.2016.08.012). Σε δύο βασικά σημεία επιμένουν τα νέα αυτά κριτήρια: 1) Ο ασθενής θα πρέπει να παρουσιάζει WPI (WidespreadPainIndex) ο οποίος να ξεπερνά το 3 στα 6 και SSS (SomaticSymptomScale)περισσότερο από 9 και 2) Να πονά τουλάχιστον στις 4 από τις 5 περιοχές που αυθαίρετα καθόρισαν για περισσότερο από 3 μήνες και δεν περιλαμβάνουν τις σιαγόνες, τον θώρακα και την κοιλιά

Πολύ πρόσφατα (2023) άλλοι ερευνητές  προσπάθησαν να διαπιστώσουν εάν με αυτά τα νέα κριτήρια είναι δυνατόν κάποιος να διαφοροδιαγνώσει έναν χρόνιο μυοσκελετικό πόνο (> από 3 μήνες) που ομοιάζει με την Ινομυαλγία από την γνήσια Ινομυαλγία (DOI: 10.1186/S12891-023-06572-Χ).

Για τον λόγο αυτό μελέτησαν 166 ασθενείς, άνω των 18 ετών,  τους οποίους διαχώρισαν σε δύο ανεξάρτητες ομάδες, η μία αφορούσε τον χρόνιο πόνο γενικά (83 ασθενείς) και η άλλη άτομα με διαγνωσμένη Ινομυαλγία (83 ασθενείς).  Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντικές διαφορές (p0,05) και (Cohen'sd, ≥ 0,7) στις συγκρίσεις των κοινών και κλασικών κλινικών ευρημάτων μεταξύ των δύο ομάδων (δηλ. εκτεταμένος πόνος, σοβαρότητα συμπτωμάτων, παρών πόνος σε ηρεμία και μετά την κίνηση, κόπωση, σοβαρότητα και αντίκτυπος του πόνου κ,ά. Στην συνέχεια εφάρμοσαν πιο ειδικά εργαλεία όπως το BPI (BriefPainInventory)  που μετρά πόσο πόνο προκαλούν επτά καθημερινές δραστηριότητες ενός φυσιολογικού ατόμου (όπως π.χ. περπάτημα, εργασία, διάθεση, χαρά για ζωή, σχέσεις με άλλα πρόσωπα, ποιότητα του ύπνου κ.ά.). την αριθμητική κλίμακα αξιολόγησηs του πόνου και της κόπωσης NPRS (NumericalPainRatingScale, σε 11 σημεία, το WPI (WidespreadPainIndex) όταν ξεπερνά το 3 στα 6 και το SSS (SomaticSymptomScale)όταν είναι περισσότερο από 9.

Τα συμπεράσματα τους είναι ότι εάν κάποιος ακολουθήσει τα κριτήρια ACR 2016, τότε τα άτομα με Ινομυαλγία έχουν υψηλότερα επίπεδα πόνου, σε ηρεμία ή μετά από κίνηση, παρουσιάζουν εντονότερη κόπωση, μεγαλύτερη μείωση της λειτουργικότητας τους και θα πρέπει τα εργαλεία WPI και SSS να είναι οπωσδήποτε θετικά εάν θέλουμε να θέσουμε την διάγνωση της Ινομυαλγίας, αλλιώς ο ασθενής μας πάσχει από χρόνιο πόνο άλλης αιτιολογίας.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ινομυαλγία είναι δυνατόν να συνυπάρχει με άλλες παθήσεις όπως: Ευερεέθιστο έντερο, Κεφαλαλγίες τάσης, Κυστίτιδα, Κροταφογναθικά σύνδρομα, Αγχώδη νεύρωση, Κατάθλιψη, Σύνδρομο ταχυκαρδίας λόγω θέσης, Φλεγμονώδη πολυαρθρίτιδα οποιασδήποτε μορφής κ.ά.

Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό η σίγουρη διάγνωση μιας Ινομυαλγίας είναι ακόμη ένα δύσκολο σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Kατά την ταπεινή μου άποψη μου, θα πρέπει ο κάθε γιατρός να στηριχθεί στο ιστορικό και την κλινική εξέταση του ασθενούς, να ερευνήσει το κοινωνικό περιβάλλον του και στηριζόμενος στην «ενστικτώδη καχυποψία του»  να βάλει την διάγνωση, αφήνοντας τις διάφορες επιστημονικές εταιρίες, να προσπαθούν στο μεταξύ, να καθορίσουν τα συνεχώς αμφισβητήσιμα διαγνωστικά κριτήρια μιας τόσο περίπλοκης νόσου.

 

Παλαιότερα πιστεύαμε ότι για την διάγνωση της Ινομυαλγίας ήταν απαραίτητο ο ασθενής να πονά στα παρακάτω σημεία και να έχει και κάποια γενικά χαρακτηριστικά. Αυτός ήταν ο λόγος που για την διάγνωση της έπρεπε:

α) Να  αποκλεισθεί με κλινικά και εργαστηριακά μέσα οποιαδήποτε ρευματική ή άλλη πάθηση, 

β) Το άτομο να έχει ορισμένα ψυχικά χαρακτηριστικά  όπως π.χ. αγχώδη και τελειοθηρικό χαρακτήρα, 

γ) Να υπάρχει χρόνια διαταραχή του ύπνου του και 

δ) Να ανευρίσκεται κλινικά τοπική ευαισθησία  σε 11 από τα 18 σημεία που αναφέρονται παρακάτω και που συνοδεύονται πάντα με αλλοδυνία. Τα σημεία είναι τα ακόλουθα:: 

1) Στη μεσότητα της άνω πτυχής του τραπεζοειδούς μυός (δεξιά και αριστερά) 

2) Στη 2η πλευροχονδρική συνένωση (δεξιά και αριστερά) 

3) Στη παρακονδύλιο απόφυση (δεξιά και αριστερά) 

4) Στη πρόσφυση του υπερακάνθιου μυός (δεξιά και αριστερά, στη μέση περίπου του έσω χείλους της ωμοπλάτης. 

5) Στον αυχένα, στη περιοχή των εγκαρσίων αποφύσεων του Α5-Α7 και στη βάση του κρανίου. 

6) Στον μείζονα τροχαντήρα (δεξιά και αριστερά) 

7) Στo άνω έξω τεταρτημόριο του γλουτού (δεξιά και αριστερά) 

8) Στο υποδόριο λίπος της έσω επιφάνειας της άρθρωσης του γόνατος (δεξιά και αριστερά), πάνω από τον έσω σύνδεσμο.  

Η ευαισθησία αυτή τεκμηριώνεται όταν κάποιος πιέσει με τον αντίχειρά του τα συγκεκριμένα σημεία τόσο ώστε να ασπρίσει (ελαφρά) τοπικά το δέρμα. Η πίεση αυτή αντιστοιχεί περίπου σε 4 mg/cm2. 

Τελευταία ότι η αναζήτηση αυτών των σημείων δεν θεωρείται από πολλούς  απαραίτητη για την διάγνωση.  

 

Σε ασθενείς με ρευματικά νοσήματα, είναι γνωστό ότι η Ινομυαλγία είναι πιο συχνή απ΄ό,τι στο γενικό πληθυσμό, και μάλιστα πολλές φορές δημιουργεί προβλήματα όχι μόνο στη διάγνωση αλλά και στη θεραπευτική αντιμετώπιση, καθώς μπορεί ο θεράπων ιατρός, αξιολογώντας τα ινομυαλγικά συμπτώματα, να θεωρήσει ότι η βασική νόσος βρίσκεται σε έξαρση ή ότι η θεραπεία δεν είναι η κατάλληλη και να την αλλάξει. Το πρόβλημα αυτό εμφανίζεται σε νόσους όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και πολλές φορές οδηγεί σε αλλαγή του βιολογικού παράγοντα (switching), χωρίς να χρειάζεται. 

 

Σε on-line δημοσίευση στο Rheumatology, ερευνητές από το Ρευματολογικό Τμήμα του Clermont-Ferrand, Γαλλία, παρουσίασαν τα ευρήματα διασταυρούμενης μελέτης όπου χρησιμοποίησαν, σε ασθενείς με προ υπάρχουσες  φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις, ένα απλό ερωτηματολόγιο που έχει δημιουργηθεί από την Γαλλική Ρευματολογική Εταιρεία για τη γρήγορη διάγνωση της ινομυαλγίας (Fibromyalgia Rapid Screening ToolFiRST). 

 

Το ερωτηματολόγιο αυτό έχει ευαισθησία 90.5% και ειδικότητα 85.7% στο γενικό πληθυσμό για τη διάγνωση της Ινομυαλγίας, έχει όμως χρησιμοποιηθεί ως τώρα μόνο για τη διάγνωση και διαχωρισμό της Ινομυαλγίας από άλλα επώδυνα σύνδρομα. 

 

Το ερωτηματολόγιο FiRST αποτελείται από 6 ερωτήσεις που καλύπτουν τους 6 τομείς των συμπτωμάτων της Ινομυαλγίας: διάχυτο πόνο, κόπωση, μη επώδυνα παθολογικά αισθητικά συμπτώματα, λειτουργικά σωματικά συμπτώματα, διαταραχές ύπνου και συγκέντρωσης. Κάθε ερώτηση απαντάται με «ναι» ή «όχι», όπου το «ναι» δίνει ένα βαθμό και το «όχι» κανένα. Το υψηλότερο πιθανό score είναι 6, ενώ βαθμολογία από 5 και πάνω σχετίζεται με την υψηλότερη ευαισθησία και ειδικότητα για τη διάγνωση της Ινομυαλγίας. 

 

Μελετήθηκαν 586 ασθενείς από τον Σεπτ. 2014 έως τον Απρ. 2015, οι οποίοι έπασχαν από Ρευματοειδή αρθρίτιδα, Αγκυλωτική σπονδυλαθρίτιδα, ή νόσο του συνδετικού ιστού (Λύκο κ.λπ.) και οι οποίοι είχαν επίμονο πόνο για διάστημα >3 μήνες.  Τα ευρήματα των ερωτηματολογίων συγκρίθηκαν με τα κριτήρια ACR 1990 για τη διάγνωση της Ινομυαλγίας και τη γνώμη ενός ρευματολόγου ο οποίος δεν είχε γνώση των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια.

 

Με βάση τα ερωτηματολόγια (βαθμολογία τουλάχιστον 5) διαγνώστηκαν 143 ασθενείς με Ινομυαλγία (24.4%, 95% CI 21%-28%). Συγκριτικά, με τη χρήση των ACR 1990 κριτηρίων ανιχνεύθηκαν μόνο 52 ασθενείς με Ινομυαλγία (8.6%) και από το ρευματολόγο 93 ασθενείς (15.4%). Το ερωτηματολόγιο FiRST διέγνωσε Ινομυαλγία σε 36 άνδρες, ενώ τα κριτήρια ACR 1990 σε 3 άνδρες (P0.001) και ο ρευματολόγος σε 12 άνδρες (P=0.05).

 

Το ερωτηματολόγιο ανίχνευσε ασθενείς που πληρούσαν τα ACR 1990 κριτήρια με ευαισθησία 74.5% και ειδικότητα 80.4%, με αρνητική προγνωστική αξία 97% και θετική προγνωστική αξία 26.6%. Αυτό σημαίνει ότι το 80% των ασθενών ταξινομήθηκαν σωστά (κ=0.3). Η ευαισθησία δεν διέφερε μεταξύ των διαφόρων τύπων των υποκείμενων νοσημάτων, αλλά η ευαισθησία ήταν χαμηλότερη στους ασθενείς με CTD (P=0.001).

 

Παρομοίως, όταν συγκρίθηκαν με τη διάγνωση του ρευματολόγου, τα ευρήματα του ερωτηματολογίου είχαν ευαισθησία 75.7%, ειδικότητα 85.1% και σωστή ταξινόμηση 83.6% (κ=0.49). Η αρνητική και η θετική προγνωστική αξία ήταν 95% και 48.3% αντίστοιχα, ποσοστό που έδειξε ότι η διάγνωση του FiRST ήταν παρόμοια με αυτή του ρευματολόγου. Η ευαισθησία ήταν χαμηλότερη στην ομάδα των ασθενών με σπονδυλαρθροπάθειες, αλλά αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο καθώς Αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα και Ινομυαλγία έχουν πολλά κοινά συμπτώματα Kαρόκης Δ., Μυοσκελετικά Νέα, 19-7-2016, (www.myoskeletiko.com). 

 

Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι το ερωτηματολόγιο FiRST μπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα στην καθημερινή κλινική πράξη, με καλύτερη εφαρμογή τον αποκλεισμό της ύπαρξης Ινομυαλγίας σε ασθενείς με συστημικά ρευματικά νοσήματα που παρουσιάζουν επίμονη επώδυνη συμπτωματολογία (Fan A., /et al.  2016). 

 

Είναι γνωστό ότι η  Ινομυαλγία μπορεί να συνυπάρχει με την Αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα και ως εκ τούτου μπορεί να δημιουργούνται διαγνωστικά και θεραπευτικά διλήμματα, ειδικά όταν υπάρχει ενθεσίτιδα.  

Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο δημοσιεύθηκε στο Arthritis Research & Therapy σχετικά με το πώς επηρεάζει η Ινομυαλγία την δραστηριότητα της νόσου και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας στην Σπονδυλαρθρίτιδα. (Natalia Belloetal. 2016). Ο σκοπός της μελέτης σύμφωνα με τους συγγραφείς ήταν να υπολογιστεί η επίπτωση της Ινομυαλγίας στην Σπονδυλαρθρίτιδα και να γίνει σύγκριση των κλινικών χαρακτηριστικών και των αναστολέων TNF σε ασθενείς με ή χωρίς Ινομυαλγία (Δικαίου Σ. Μυοσκελετικά Νέα. 12-7-2016. www.myoskeletiko.com).

Για την διάγνωση της Ινομυαλγίας χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο Fibromyalgia Rapid Screening Tool (FiRST). Όσον αφορά την διάγνωση της σπονδυλαρθρίτιδας έγινε από ρευματολόγους στα εξωτερικά ιατρεία του ρευματολογικού τμήματος του Cochin  Hospital στο Παρίσι. Έλαβαν μέρος στην μελέτη 196 ασθενείς με Σπονδυλαρθρίτιδα και 42 από αυτούς (21.4%) έπασχαν από Ινομυαλγία. Δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην επίπτωση της Ινομυαλγίας σε ασθενείς με  περιφερική ή αξονική Σπονδυλαρθιτιδα σύμφωνα με τα κριτήρια ASAS, ούτε και σε ασθενείς που διαγνώστηκαν σύμφωνα με τα ακτινολογικά ή τα κλινικά κριτήρια ASAS. Πάντως οι  ασθενείς στους οποίους συνυπήρχε και Ινομυαλγία παρουσίαζαν σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ενθεσίτιδας, υψηλής ενεργότητας νόσου (BASDAI και VAS) και φτωχότερα λειτουργικά σκορ (BASFI). Επίσης δεν βρέθηκαν διαφορές σε σχέση με την έναρξη της αγωγής με αντι-TNF παράγοντες, όμως η παραμονή στον πρώτο αντι-TNF παράγοντα μετά τα δύο χρόνια ήταν μικρότερη στην ομάδα των ασθενών με Ινομυαλγία. Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη η συνύπαρξη Ινομυαλγίας και Σπονδυλαρθρίτιδας μπορεί να επηρεάσει τους δείκτες έκβασης των ασθενών για την ενεργότητα της νόσου και την λειτουργικότητα, όπως και το ποσοστό παραμονής στην αντι-TNF θεραπεία (doi: 10.1186/s13075-016-0943-z)

Μια μελέτη από την Σουηδία σε ασθενείς με Ρευματοειδή αρθρίτιδα, αποκάλυψε ότι το 15,7% από αυτούς παρουσίαζαν σαφή ευρήματα Ινομυαλγίας. Το ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης ήταν ότι στους ασθενείς με Ινομυαλγία η συχνότητα λήψης βιολογικών παραγόντων ήταν σε ποσοστό 64%, ενώ αντίθετα σε ασθενείς χωρίς Ινομυαλγία το ποσοστό ήταν 32% (p = 0.002). Το μέσο DAS 28 στους ασθενείς με Ινομυαλγία ήταν 4.4 ενώ στους άλλους χωρίς Ινομυαλγία  ήταν 2.9 (0.001). Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι η Ινομυαλγία ενισχύοντας τα υποκειμενικά μη φλεγμονώδη ευρήματα του DAS 28, αυξάνει το συνολικό score και οδηγεί τους γιατρούς στην χορήγηση βιολογικών παραγόντων χωρίς να χρειάζεται (doi: 10.3109/03009742.2015.1046484.). 

 Εάν η κλινική διάγνωση είναι προβληματική, ακόμη λιγότερα είναι τα στοιχεία που συγκεντρώνει κανείς από τις εργαστηριακές εξετάσεις, οι οποίες βοηθούν όμως πάρα πολύ στον αποκλεισμό κάποιων άλλων νόσων του μυοσκελετικού συστήματος.  

Συμπερασματικά, μέχρι σήμερα, η Ινομυαλγία είναι μια νόσος που διαγιγνώσκεται "εξ αποκλεισμού".   

Παρ’ όλα αυτά μια ομάδα ερευνητών ανακοίνωσε ότι βρήκε μια εξέταση αίματος που θα κάνει την διάγνωση πιο εύκολη. Θα λαμβάνεται δηλαδή μια σταγόνα αίμα του ασθενούς σε ένα πλακάκι μικροσκοπίου, θα ξηραίνεται και θα αναλύεται σε ειδικό μικροσκόπιο με την μέθοδο της infrared microspectroscopy. Σύμφωνα με αυτήν τα μόρια των διαφόρων ουσιών του αίματος δονούνται διαφορετικά όταν τα κτυπά η υπέρυθρη ακτινοβολία. Με την μέθοδο αυτή μελέτησαν το αίμα 15 ασθενών που έπασχαν από Ρευματοειδή αρθρίτιδα, 12 ασθενών που έπασχαν από Οστεοαρθρίτιδα και 14 ασθενών που έπασχαν από Ινομυαλγία και κατόρθωσαν να διαγνώσουν σε  ποσοστό 100% αυτούς που έπασχαν από Ινομυαλγία. Εάν τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιωθούν και από άλλους, η μέθοδος θα αποτελέσει μια επανάσταση για την διάγνωση μιας ιδιαίτερα ενοχλητικής νόσου (Kevin V., et al. 2013). Δυστυχώς κανένας έκτοτε ασχολήθηκε με αυτό το θέμα.

 

Ινομυαλγία. Διαφοροδιάγνωση από απλό χρόνιο πόνο.

Δρ Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης. Ρευματολόγος, (www.myoskeletiko.com).

 

Ιστορικά η Ινομυαλγία είναι μια αρκετά πολύπαθη νόσος. Αρχικά για να αποφασίσει η ιατρική κοινότητα ότι αποτελεί μια ξεχωριστή νοσολογική οντότητα χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 30 χρόνια και αυτό έγινε αφού διανύσαμε μια περίοδο εντόνων αντεγκλήσεων σε διεθνή συνέδρια και στον διεθνή περιοδικό ιατρικό τύπο. Στη συνέχεια, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, προτάθηκαν από το American College of Rheumatology (ACR) το 1990 κάποια κλινικά διαγνωστικά κριτήρια, τα οποία όμως ήταν τόσο περίπλοκα που για να βάλει κάποιος τελικά την διάγνωση, έπρεπε να εξετάζει τον ασθενή επί ώρες. Το 2010 θεσπίσθηκαν νέα κριτήρια, (ACR 2010 criteria), τα οποία ήταν πιο απλοποιημένα και βασικά είχαν απαλείψει την υποχρεωτική ύπαρξη των σημείων ευαισθησίας αλλά δεν έλυσαν το πρόβλημα του χρόνου εξέτασης (https://doi.org/10.1002/art.27584) και γι’ αυτό ερευνητές από την Σκωτία πρότειναν τα τροποποιημένα ACR 2010 κριτήρια τα οποία βελτίωσαν κλινικά την κατάσταση αλλά άλλαξαν όλο το προφίλ της νόσου. Πράγματι οι συνάδελφοι από το Aberdeen εφαρμόζοντας ταυτόχρονα όλα τα είδη των μέχρι τότε κριτηρίων σε 104 ασθενείς με χρόνιο πόνο τύπου Iνομυαλγίας, διαπίστωσαν τις εξής διαφορές (doi: 10.1136/annrheumdis-2016-209724): 

1) Από τους 104 ασθενείς οι 32 (31%) κάλυπταν τουλάχιστον μία από τις 3 ομάδες κριτηρίων. Οι 11 κάλυπταν τα ACR 1990 κριτήρια, οι 7 τα ACR 2010 κριτήρια και οι 27 τα δικά τους ACR 2010 τροποποιημένα κριτήρια. Τέσσερεις ασθενείς κάλυπταν όλα τα είδη των κριτηρίων.

2) Ο επιπολασμός της Iνομυαλγίας ήταν 1,7% με τα ACR 1990 κριτήρια, 1,2% με τα ACR 2010 κριτήρια και 5,4% με τα ACR 2010 τροποποιημένα κριτήρια.

3) Τόσο η εξειδίκευση όσο και η ευαισθησία όλων των ειδών των κριτηρίων διέφερε εντυπωσιακά.

4) Τα ACR 1990 κριτήρια έδιδαν αναλογία γυναικών/ανδρών, 13,7 προς 1, τα ACR 2010 κριτήρια έδιδαν 4,8 προς 1 και με τα ACR 2010 τροποποιημένα κριτήρια η αναλογία ήταν 2.3 προς 1. 

Υπήρχαν και άλλες διαφορές μεταξύ των διαφόρων ομάδων κριτηρίων, που απλώς τόνιζαν το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ακόμη κριτήρια που μπορεί να στηριχθεί κάποιος με σιγουριά επάνω τους και να θέσει την διάγνωση ή να κάνει διαφοροδιάγνωση της Iνομυαλγίας από άλλες νόσους με παρόμοιες κλινικές εκδηλώσεις.

 Έκτοτε η αντιπαράθεση συνεχίστηκε έντονη. Γιαυτό και τα κριτήρια σχετικά γρήγορα αναμορφώθηκαν με καινούργια κριτήρια αυτά του ACR 2016 (doi: 10.1016/j.semarthrit.2016.08.012).

Οι συγγραφείς του σημερινού άρθρου προσπάθησαν να διαπιστώσουν εάν με αυτά τα νέα κριτήρια είναι δυνατόν κάποιος να διαφοροδιαγνώσει έναν χρόνιο μυοσκελετικό πόνο (> από 3 μήνες) που ομοιάζει με την Ινομυαλγία από την γνήσια Ινομυαλγία (DOI: 10.1186/S12891-023-06572-Χ).

Για τον λόγο αυτό μελέτησαν 166 ασθενείς, άνω των 18 ετών,  τους οποίους διαχώρισαν σε δύο ανεξάρτητες ομάδες, η μία αφορούσε τον χρόνιο πόνο γενικά (83 ασθενείς) και η άλλη αφορούσε άτομα με διαγνωσμένη Ινομυαλγία (83 ασθενείς).  Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντικές διαφορές (p0,05) και (Cohen'sd, ≥ 0,7) στις συγκρίσεις των κοινών και κλασικών κλινικών ευρημάτων μεταξύ των δύο ομάδων (δηλ. εκτεταμένος πόνος, σοβαρότητα συμπτωμάτων, παρών πόνος σε ηρεμία και μετά την κίνηση, κόπωση, σοβαρότητα και αντίκτυπος του πόνου κ.ά. Στην συνέχεια εφάρμοσαν πιο ειδικά εργαλεία όπως το BPI (BriefPainInventory)  που μετρά πόσο πόνο προκαλούν επτά καθημερινές δραστηριότητες ενός φυσιολογικού ατόμου (όπως π.χ. περπάτημα, εργασία, διάθεση, χαρά για ζωή, σχέσεις με άλλα πρόσωπα, ποιότητα του ύπνου κ.ά.). την αριθμητική κλίμακα αξιολόγησηs του πόνου και της κόπωσης NPRS (NumericalPainRatingScale, σε 11 σημεία, το WPI (WidespreadPainIndex) το οποίο θα πρέπει ξεπερνά το 3 στα 6 και το SSS (SomaticSymptomScale) θα πρέπει είναι περισσότερο από 9, για να είναι θετικό για Ινομυαλγία.

Τα συμπεράσματα τους είναι ότι εάν κάποιος ακολουθήσει τα κριτήρια ACR 2016, τότε τα άτομα με Ινομυαλγία έχουν υψηλότερα επίπεδα πόνου σε ηρεμία ή μετά από κίνηση, παρουσιάζουν εντονότερη κόπωση, μεγαλύτερη μείωση της λειτουργικότητας τους και θα πρέπει τα εργαλεία WPI και SSS να είναι οπωσδήποτε θετικά εάν θέλουμε να θέσουμε την διάγνωση της Ινομυαλγίας, αλλιώς ο ασθενής μας πάσχει από χρόνιο πόνο άλλης αιτιολογίας.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ινομυαλγία είναι δυνατόν να συνυπάρχει με άλλες παθήσεις όπως: Ευερέθιστο έντερο, Κεφαλαλγίες τάσης, Κυστίτιδα, Κροταφογναθικά σύνδρομα, Αγχώδη νεύρωση, Κατάθλιψη, Σύνδρομο ταχυκαρδίας λόγω θέσης, Φλεγμονώδη πολυαρθρίτιδα οποιασδήποτε μορφής κ.ά.

Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό η σίγουρη διάγνωση μιας Ινομυαλγίας είναι ακόμη ένα δύσκολο σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Kατά την ταπεινή μου άποψη μου, θα πρέπει ο κάθε γιατρός να στηριχθεί στο ιστορικό και την κλινική εξέταση του ασθενούς, να ερευνήσει το κοινωνικό περιβάλλον του και στηριζόμενος στην «ενστικτώδη καχυποψία του»  να βάλει την διάγνωση, αφήνοντας τις διάφορες επιστημονικές εταιρίες, να προσπαθούν στο μεταξύ, να καθορίσουν τα συνεχώς αμφισβητήσιμα διαγνωστικά κριτήρια μιας τόσο περίπλοκης νόσου.