16-07-2023

Ιντερλευκίνες, ΤΝF και NF-κB Δρ Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης, Ρευματολόγος

Ιντερλευκίνες και ΤΝF 

 

 

Το παρακάτω κείμενο έχει παρθεί από το βιβλίο "Οστεοαρθρίτιδα"

των Αχιλ. Ε. Γεωργιάδη, Ρευματολόγου και Κ. Σαρόπουλου, Ορθοπαιδικού

 

Η δράση των κυτταροκινών αλλά και των περισσοτέρων άλλων μεσολαβητών της φλεγμονής εξασκείται διαμέσου υποδοχέων στην μεμβράνη των εμπλεκομένων κυττάρων. Η περίπλοκη δομή των διαφόρων υποδοχέων, η χρησιμοποίηση του ίδιου υποδοχέα από διαφορετικές κυτταροκίνες ή η χρησιμοποίηση διαφορετικών υποδοχέων από την ίδια κυτταροκίνη, όπως και ο αδιευκρίνιστος ακόμη τρόπος επίδρασης της κυτταροκίνης στο κύτταρο, οι διαδρομές ή τα μονοπάτια δηλαδή που ακολουθεί το σήμα εκκίνησης κάποιας  διαδικασίας μετά από την σύνδεση της κυτταροκίνης με τον υποδοχέα της, αποτελούν προβλήματα που έχουν εντοπισθεί από πολλούς αλλά δεν έχουν λυθεί ακόμη πλήρως. Το θέμα γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο εάν προσθέσει κανείς τα καινούργια δεδομένα που δείχνουν ότι μερικοί υποδοχείς αποσπώνται από την κυτταρική μεμβράνη, δημιουργούν διαλυτές μορφές και συνδεόμενοι με την κυτταροκίνη στο εξωκυτταρικό περιβάλλον, ενισχύουν ή παραβλάπτουν την δράση της. Τέλος φαίνεται ότι τα εμπλεκόμενα κύτταρα στην φλεγμονή έχουν την δυνατότητα να δημιουργούν ανταγωνιστές των υποδοχέων των κυτταροκινών, οι οποίοι συνδεόμενοι με τους υποδοχείς των κυτταροκινών στα κύτταρα στόχους έχουν την δυνατότητα να αποκλείουν την δράση των τελευταίων (https://www.hindawi.com/journals/mi/2014/561459/,Wojdasiewicz P. 2014).

Θα χρησιμοποιήσουμε σαν παράδειγμα φλεγμονής αυτή που δημιουργείται στην κρίση μιας Οστεοαρθρίτιδας για 2 κυρίως λόγους: 1) Δεν έχει στοιχεία ανοσολογικής πάθησης με συμμετοχή ειδικών αντισωμάτων όπως π.χ. στην Ρευματοειδή αρθρίτιδα, άρα πιο απλή στην κατανόηση της. 2) Είναι η πιο συνηθισμένη και καθημερινή φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, στο 80% και πλέον στα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών.

Μερικές από τις κυτταροκίνες που συμμετέχουν στην έναρξη, την εξέλιξη αλλά και τη διατήρηση της φλεγμονής της Οστεοαρθρίτιδας περιγράφονται παρακάτω:

Η Ιντερλευκίνη-1 στην Οστεοαρθρίτιδα

Είναι πολυπεπτίδιο και συντίθεται από πολλά κύτταρα του οργανισμού και ιδιαίτερα από τα μακροφάγα μονοκύτταρα. Στην Οστεοαρθρίτιδα την ιντερλευκίνη-1 την παράγουν τόσο τα μακροφάγα μονοκύτταρα που προσέρχονται στην περιοχή της φλεγμονής στο αρχικό φλεγμονώδες στάδιο της Οστεοαρθρίτιδας, όσο και τα υμενοκύτταρα Α, του αρθρικού υμένα της άρθρωσης και τα χονδροκύτταρα του αρθρικού χόνδρου της άρθρωσης.

Η ιντερλευκίνη-1 ανευρίσκεται σε δύο μορφές σαν ιντερλευκίνη-1α και ιντερλευκίνη-1β.  Στην Οστεοαρθρίτιδα συμμετέχει κυρίως η Ιντερλευκίνη 1β (ΙL-1β). Η ΙL-1β παράγεται από τα κύτταρα σαν προ-ΙL-1β μοριακού βάρους 31 κD. Στη συνέχεια το μόριο αυτό διασπάται από ένα πρωτεολυτικό ένζυμο που ευρίσκεται στην μεμβράνη του κυττάρου, την caspase-1 ή ICE (Interleucine Converting Εnzyme) και προκύπτει η δραστική μορφή της ΙL-1β, μοριακού βάρους 17,5 κD (Siders W.M., et al. 1993).

Για να δράσει η ΙL-1 στα υμενοκύτταρα και χονδροκύτταρα χρειάζεται να συνδεθεί με τον υποδοχέα της. Ο υποδοχέας της ευρίσκεται στην μεμβράνη των κυττάρων και είναι δύο ειδών ο ΙL-1R1 και ο ΙL-1R2. Η ΙL-1β συνδέεται καλύτερα με τον ΙL-1R1 (Slack J., et al. 1993). Τα οστεοαρθριτικά παθολογικά χονδροκύτταρα φέρουν στην επιφάνειά τους πολύ περισσότερους υποδοχείς από τα φυσιολογικά χονδροκύτταρα γιαυτό και αντιδρούν έντονα ακόμη και με μικρές ποσότητες ΙL-1β (Martel-Pelletier J., et al. 1992).

Η ΙL-1β επιδρά στα χονδροκύτταρα και

α) τα αναγκάζει να παράγουν  μεγάλες ποσότητες μεταλλοπρωτεϊνασών, δηλαδή καταστρεπτικών ενζύμων για τον χόνδρο. Η δράση αυτή είναι επακόλουθο της αύξησης της παραγωγής, από την ιντερλευκίνη-1, του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου. Αυτός μετατρέπει το πλασμινογόνο σε πλασμίνη και η τελευταία αυξάνει την παραγωγή των μεταλλοπρωτεϊνασών (Pelletier J.P., et al. 1993).

β) αναστέλλει την παραγωγή των προστατευτικών ενζύμων του αρθρικού χόνδρου (TIMPs).

γ) αυξάνει την παραγωγή των προσταγλανδινών προκαλώντας τόσο την αύξηση της έκφρασης του γονιδίου της κυκλοεξογενάσης ΙΙ από τα χονδροκύτταρα (Knott I., et al. 1994) όσο και διεγείρει την σύνθεση και την δραστικότητα της φωσφολιπάσης Α2 (Bassler C., et al. 1996). Η αύξηση της παραγωγής προσταγλανδινών οδηγεί σε αύξηση της φλεγμονώδους διαδικασίας,  αύξηση της απορρόφησης του υποχόνδριου οστού και μεταβολή της ανοσολογικής κατάστασης στην οστεοαρθρίτιδα (DaheshiaM., etal. 2008).

δ) μειώνει την παραγωγή κολλαγόνων ινιδίων τύπου ΙΙ και ΙΧ και πρωτεογλυκανών, ενώ αυξάνει την παραγωγή κολλαγόνων ινιδίων τύπου Ι  και ΙΙΙ που χαρακτηρίζουν τους ινοβλάστες (Pelletier J.P., et al. 1993).  Δηλαδή παραβλάπτει την φυσιολογική ανάπλαση και βοηθά την αύξηση ινώδους ιστού (ουλώδους ιστού).

ε) αυξάνει την παραγωγή ελευθέρων  ριζών οξυγόνου  και  ΝΟ που αυξάνουν την φλεγμονή  (Lotz M., et al. 1995).

Όλες αυτές οι δράσεις έχουν σαν αποτέλεσμα την προοδευτική και τελικά την πλήρη καταστροφή του αρθρικού χόνδρου  (Pelletier J.P., et al. 1989).

Ο κάθε οργανισμός για κάθε φυσιολογική ή μη διεργασία έχει αναπτύξει  και τα συστήματα άμυνας του. Έτσι και στην περίπτωση της ιντερλευκίνης-1 τα ίδια τα κύτταρα (φαγοκύτταρα, χονδροκύτταρα, υμενοκύτταρα) παράγουν και τους φυσιολογικούς αναστολείς αυτής της κυτταροκίνης. Για την ΙL-1β ο φυσιολογικός ανταγωνιστής της στο επίπεδο του υποδοχέα της είναι ο IL-1Ra (Dinatello C.A. 1996). Ο ανταγωνιστής αυτός παράγεται από τα μονοκύτταρα, τα μακροφάγα, τα υμενοκύτταρα και συνδέεται με τον υποδοχέα της ΙL-1β στην επιφάνεια του χονδροκυττάρου και εμποδίζει ή/και αναστέλλει ορισμένες από τις δράσεις της, όπως π.χ. την παραγωγή μεταλλοπρωτεϊνασών, την παραγωγή προσταγλανδινών και άλλες. Μερικοί πιστεύουν ότι η ανισόρροπος παραγωγή της ιντερλευκίνης-1 και του αναστολέα της είναι δυνατόν να οδηγεί τις καταστροφικές εξάρσεις στην οστεοαρθρίτιδα (Westacott C. 1996). Άλλοι θεωρούν ότι η μελλοντική θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας θα στηρίζεται στους αναστολείς της ιντερλευκίνης-1 (JotanovicZ., etal. 2012).

Άλλες έρευνες αποκάλυψαν και την παρουσία αναστολέων της ΙL-1β εκτός της κυτταρικής μεμβράνης σε διαλυτή μορφή. Οι αναστολείς αυτοί συνδέονται με την ΙL-1β πριν ακόμη φθάσει στο κύτταρο και την εξουδετερώνουν (Giri J.G., et al. 1990).

Τέλος τα κύτταρα που συμμετέχουν στην φλεγμονή παράγουν και κυτταροκίνες που σκοπό έχουν την μείωση της παραγωγής της ΙL-1β. Τέτοιες ουσίες είναι η ιντερλευκίνη-4, η ιντερλευκίνη-10, η ιντερλευκίνη-13 και ο παράγοντας ανάπτυξης TGF- β (Jovanovic D., et al. 1997).

Ο παράγοντας νέκρωσης των όγκων (TNF-TumorNecrosisFactor)

Ο TNF είναι πολυπεπτίδιο όπως και η ΙL-1β  και παράγεται από πολλά κύτταρα του οργανισμού. Από τις δύο πιο κοινές μορφές του TNF, TNFα και TNFβ, στην οστεοαρθρίτιδα συμμετέχει ο TNFα. Κατά την διεργασία της φλεγμονής ο TNFα ενισχύει την δραστηριότητα της ιντερλευκίνης-1. Πράγματι αναστέλλοντας μόνο την ιντερλευκίνη-1, αναστέλλουμε την καταστροφή του αρθρικού χόνδρου, ενώ αναστέλλοντας μόνο τον TNFα μειώνουμε απλώς τα φλεγμονώδη φαινόμενα (Plows D., etal. 1995).

O TNFα παράγεται από τα κύτταρα σαν ένα μεγάλο προ-μόριο 22 κD και αφού διασπασθεί από ένα πρωτεολυτικό ένζυμο της ομάδας της αδαμαλυσίνης, ενεργοποιείται και δρα στα κύτταρα στόχους (Black R.A., et al. 1997).

Για να δράσει ο TNFα χρειάζεται να συνδεθεί με τους κατάλληλους υποδοχείς στην κυτταρική μεμβράνη.  Για τον TNF υπάρχουν δύο είδη υποδοχέων ο TNF-R55 και ο TNF-R75. Στην οστεοαρθρίτιδα ο TNFα συνδέεται περισσότερο στα οστεοαρθριτικά χονδροκύτταρα με τον πρώτο (Alaedine N., et al.1997).

Φυσιολογικοί αναστολείς του TNFα έχουν εντοπισθεί στα κύτταρα και ανήκουν στην ομάδα των διαλυτών αναστολέων. Ενας από αυτούς  είναι ο TNF-R55  και ομοιάζει πολύ με τον κανονικό υποδοχέα του TNFα στη μεμβράνη του κυττάρου (Lantz M., et al. 1990).

Η Ιντερλευκίνη - 6

Η ιντερλευκίνη-6 είναι μια κυτταροκίνη η οποία παράγεται από τα μακροφάγα, τα υμενοκύτταρα Α και τα χονδροκύτταρα μετά από διέγερση από την ΙL-1 και τον TNF και συμμετέχει στις διεργασίες της φλεγμονής αποτελώντας ίσως έναν δείκτη της και αυτό διότι έχει βρεθεί ότι μειώνεται όταν η φλεγμονή βελτιώνεται από τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα (Westacott C.1996).

Ο ρόλος της είναι αδιευκρίνιστος μέχρι σήμερα. Φαίνεται όμως ότι παίζει ρυθμιστικό ρόλο στην διεργασία της οστεοαρθρίτιδας διότι άλλοτε διεγείρει την παραγωγή πρωτεολυτικών ενζύμων και άλλοτε την παραγωγή TIMPs και TGF-β (Lotz M., et al. 1991, Henrotin Y.E., et al. 1996, TsuchidaA., etal. 2012).

Ενδιαφέρον είναι ότι διαπιστώθηκε ότι τα επίπεδα της IL-6 είναι υψηλά όταν μια άρθρωση παρουσιάζει ευρήματα ακτινολογικής οστεοαρθρίτιδας. Οι ερευνητές τονίζουν ότι το εύρημα έχει προγνωστική αξία  και μάλιστα σε βάθος χρόνου 10ετίας και πλέον (LivshitsG., etal. 2009).

Ελεύθερες ρίζες ΝΟ

Οι ελεύθερες ρίζες ΝΟ παράγονται σε μεγάλες ποσότητες από τα οστεοαρθριτικά χονδροκύτταρα μετά από επίδραση των κυτταροκινών που προαναφέρθηκαν. Το υπεύθυνο ένζυμο για την παραγωγή τους είναι η ΝΟ συνθετάση. Οι ελεύθερες ρίζες ΝΟ αναστέλλουν την παραγωγή κολλαγόνων ινιδίων και των πρωτεογλυκανών από τα χονδροκύτταρα ενώ προάγουν την σύνθεση των μεταλλοπρωτεϊνασών. Ακόμη φαίνεται ότι αναστέλλουν την παραγωγή των φυσιολογικών ανταγωνιστών της ιντερλευκίνης-1 και ιδιαίτερα του IL-1Ra (Farrell  A.J., et al.1992).

Οι ελεύθερες ρίζες ΝΟ παίζουν σημαντικό ρόλο στην φλεγμονή, ενεργοποιώντας της πρωτεΐνες που ρυθμίζουν τον μεταβολισμό του σιδήρου στα κύτταρα. Η δράση των πρωτεϊνών αυτών έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής των ελευθέρων ριζών. Η χορήγηση του αναστολέα  της συνθετάσης  των ελευθέρων ριζών ΝΟ ενδαρθρικά σε πειραματική αρθρίτιδα μειώνει την παραγωγή μεταλλοπρωτεϊνασών και  IL-1 (Pelletier J.P., et al.1997).

Μέχρι πρόσφατα οι ρίζες ΝΟ θεωρείτο ότι έχουν μόνο καταβολικές δυνατότητες και είναι υπεύθυνες για την χρονιότητα της οστεοαρθρίτιδας. Καινούργιες μελέτες όμως έδειξαν ότι οι ρίζες ΝΟ έχουν και προστατευτική δράση στον αρθρικό χόνδρο γενικά αλλά και στα χονδροκύτταρα ειδικά (AbramsonS.B. 2008).

Αλλες κυτταροκίνες που συμμετέχουν στην οστεοαρθριτική διεργασία

Η Ιντερλευκίνη 17

Πρόκειται για πολυπεπτίδιο μοριακού βάρους 20-30 κD. Φαίνεται ότι ενισχύει τον καταβολικό ρόλο των άλλων κυτταροκινών (Honorati Μ., etal2002). Πρόσφατες μελέτες διαπίστωσαν υψηλή συγκέντρωση της Il-17 στον αρθρικό υμένα ασθενών με οστεοαρθρίτιδα, σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά που ανευρίσκονται σε ρευματοειδή αρθρίτιδα, εύρημα που προκάλεσε πολλές συζητήσεις (vanBaarsenL.G., 2014).

ΟBasic Fibroblast Growth factor (bFGF), o  Interferon gamma (IFNg), οPlatelet derived growth factor (PDGF)καιάλλοι. Πρόκειται για κυτταροκίνες που παράγονται από τα υμενοκύτταρα, τα μακροφάγα και τα χονδροκύτταρα και άλλοτε ενισχύουν άλλοτε καταστέλλουν τη διεργασία της καταστροφής του αρθρικού χόνδρου.

Ιντερλευκίνες που καταστέλλουν την φλεγμονή

Όπως σε όλες τις φυσιολογικές διεργασίες που συμβαίνουν σε κάθε οργανισμό έτσι και στην φλεγμονώδη φάση της οστεοαρθρίτιδας, παράγονται από τον αρθρικό υμένα και τον αρθρικό χόνδρο ιντερλευκίνες που σκοπό έχουν να καταστείλουν τα φλεγμονώδη φαινόμενα και να μπορέσει ο οργανισμός να αμυνθεί με δικά του μέσα στην εξελισσόμενη καταστροφική διαδικασία. Έχουν απομονωθεί μέχρι σήμερα 3 ή 4 τέτοιες ιντερλευκίνες,  η Ιντερλευκίνη 4, η Ιντερλευκίνη 10 και η Ιντερλευκίνη 13.

Η Ιντερλευκίνη 4 

Η Ιντερλευκίνη αυτή καταστέλλει την παραγωγή της Ιντερλευκίνης 1, του TNFα, των προσταγλανδινών και των μεταλλοπρωτεϊνασών. Ακόμη παράγει των ανταγωνιστή του υποδοχέα ILR1 της ιντερλευκίνης 1, που ονομάζεται IL-Ra και αυξάνει τους TIMPs.

Η Ιντερλευκίνη Ra

Πρόκειται για μια Ιντερλευκίνη που αποκλείει την δράση του ILR1. Ακόμη καταστέλλει την δράση των προσταγλανδινών και της κολλαγενάσης, ενώ ταυτόχρονα καταστέλλει και την παραγωγή στοιχείων του αρθρικού χόνδρου.

Η Ιντερλευκίνη 10 και Ιντερλευκίνη 13

Η πρώτη καταστέλλει την δράση του TNFα αυξάνοντας το TNFsR, ενώ η δεύτερη καταστέλλει πολλές κυτταροκίνες και την παραγωγή της Ιντερλευκίνης 1 αυξάνοντας την Ιντερλευκίνη Ra (AignerT., etal. 2007).

TGF-β και ΙGF

Μελέτες ακόμη έδειξαν ότι η χορήγηση TGF-β στο δεύτερο στάδιο της oστεοαρθρίτιδας προκαλεί αύξηση της παραγωγής πρωτεογλυκανών από τα χονδροκύτταρα με επακόλουθο την επαναφορά κάποιας ισορροπίας των πρωτεογλυκανών στην μεσοκυττάριο ουσία αλλά δεν έχει κατασταλτικό αποτέλεσμα στην φλεγμονώδη διαδικασία (Glansbeek H.L., et al. 1998).  

 

Πιστεύεται ακόμη ότι κατά τη διάρκεια της φλεγμονώδους διαδικασίας τα προϊόντα αποδόμησης του χόνδρου μπορούν να ερεθίσουν ανοσολογικά τα λεμφοκύτταρα Τ και Β που προστρέχουν και αυτά στην φλεγμονώδη περιοχή και να προκαλέσουν την δημιουργία αυτοαντισωμάτων. Η σύνδεση των αντισωμάτων αυτών με τα φυσιολογικά στοιχεία του αρθρικού χόνδρου, θα δημιουργήσουν ανοσοσυμπλέγματα και έτσι θα προστεθεί στην όλη διαδικασία και ανοσολογικού τύπου φλεγμονή. Μερικοί μάλιστα πιστεύουν ότι η oστεοαρθρίτιδα από την έναρξή της έχει ανοσοπαθολογική αιτιολογία και την τοποθετούν νοσολογικά μεταξύ μιας φυσιολογικής κατάστασης της άρθρωσης και της ρευματοειδούς αρθρίτιδας (Howel D.S., et al. 1993, Kandahari Α., etal.. 2015: 192415).

 

 NFB

Δρ Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης, Ρευματολόγος 

 

To NF(nuclear-factor-kappa-lightchain-enhancer-of-activated-B-cells) είναι μια πρωτεϊνική οικογένεια εξαιρετικά εξειδικευμένων μεταγραφικών παραγόντων που ρυθμίζουν πολλές σημαντικές κυτταρικές συμπεριφορές, ιδιαίτερα την φλεγμονώδη αντίδραση, την κυτταρική ανάπτυξη και την απόπτωση (κυτταρικός θάνατος). Το NFB εμπλέκεται επίσης σε ασθένειες όπως ο καρκίνος, η αρθρίτιδα, το άσθμα αλλά και το στρες  Δηλαδή το NF-kB είναι μία πρωτεΐνη σε ρόλο μεταγραφικού παράγοντα που ρυθμίζει τα γονίδια που είναι υπεύθυνα για την εκδήλωση της έμφυτης και της επίκτητης ανοσολογικής αντίδρασης.

Το NFB είναι τυπικά παρόν και βρίσκεται στο κυτταρόπλασμα των περισσότερων κυττάρων ως σύμπλοκο με μέλη της οικογένειας πρωτεϊνών αναστολέων IκB. Η οικογένεια των μεταγραφικών παραγόντων NFB στα θηλαστικά αποτελείται από πέντε πρωτεΐνες, p65 (Rel-A), Rel-Bc-Relp105/p50 (NFB1) και p100/52 (NFB2) που συνδέονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν διακριτά μεταγραφικά ενεργά ομο- και ετεροδιμερή σύμπλοκα.

Μπορεί να ενεργοποιηθεί από μια μεγάλη ποικιλία ερεθισμάτων και ένα πολύπλοκο δίκτυο μονοπατιών σηματοδότησης, τα οποία μπορούν επίσης να επηρεάσουν το ένα το άλλο. Με την ενεργοποίηση του NFτων Τ αλλά και των Β λεμφοκυττάρων από ουσίες της φλεγμονής όπως είναι ο TFNα ή η Ιντερλευκίνη IL-1 αλλά και από ουσίες που παράγονται από την δράση του φλεγμονώδους ερεθίσματος, όπως π.χ. από ουσίες των παθογόνων μικροβίων, σε περιπτώσεις λοιμώξεων, είτε από στοιχεία του κυτταροπλάσματος και του πυρήνα σε τραυματικές και άλλες βλάβες, όπως π.χ. των υπερφλεγμονωδών κυτταροκινών, χημειοκινών και αυξητικών παραγόντων και άλλων όπως TNF, η IL-1, η IL-6 και η αγγειακή ενδοθηλιακή ανάπτυξη προσκολλητικών μορίων (ICAM, VCAM).

Το NFB ασκεί τον θεμελιώδη ρόλο του ως παράγοντας μεταγραφής δεσμεύοντας σε παραλλαγές μιας ειδικής αλληλουχίας του DNA του 5′-GGGRNYYYCC-3′ (στο οποίο το R είναι μια πουρίνη, το Y είναι μια πυριμιδίνη και το N είναι οποιοδήποτε νουκλεοτίδιο) γνωστό ως θέση κB. Ο πυρηνικός παράγοντας κάππα Β (NF-kappaB) είναι ένας σημαντικός παράγοντας μεταγραφής που ρυθμίζει ένα ευρύ φάσμα γονιδίων, συμπεριλαμβανομένου του κυτοχρώματος P450 (CYP), της πιο σημαντικής οικογένειας ενζύμων του μεταβολισμού φαρμάκων.

Το NFB στοχεύει την φλεγμονή όχι μόνο άμεσα αυξάνοντας την παραγωγή φλεγμονωδών κυτταροκινών, χημειοκινών και μορίων προσκόλλησης, αλλά και ρυθμίζοντας τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων, την απόπτωση, την μορφογένεση και την διαφοροποίηση.. Το NFBπαίζει κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη, επιβίωση και ενεργοποίηση των Β λεμφοκυττάρων. Παράλληλα όμως το NFB παίζει κρίσιμο ρόλο στη ρύθμιση της επιβίωσης, της ενεργοποίησης και της διαφοροποίησης των έμφυτων ανοσοκυττάρων και των φλεγμονωδών Τ κυττάρων. Το NFB ελέγχει την έκφραση ενός αριθμού γονιδίων που ρυθμίζουν τις ανοσολογικές αποκρίσεις, την κυτταρική ανάπτυξη και πολλαπλασιασμό, την επιβίωση και την απόπτωση, τις αντιδράσεις στο στρες και την εμβρυογένεση και την ανάπτυξη ποικίλων ερεθισμάτων

Το NFB παίζει κρίσιμο ρόλο στην αντι-απόπτωση και μελέτες έχουν επισημάνει το ρόλο του αναστολέα NFB στην πρόκληση κυτταρικής απόπτωσης (BcL-2, BcL-x). Το NFB μπορεί να είναι υπερδραστήριο ή να βρίσκεται σε υψηλότερες από τις κανονικές ποσότητες σε ορισμένους τύπους καρκινικών κυττάρων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων.

Τα αντιοξειδωτικά είναι πιθανό να αναστέλλουν το NFB απομακρύνοντας τις ενδιάμεσες διεγερτικές ρίζες οξυγόνου που εμπλέκονται στην οδό NFB. Κάποια από  τα ΜΣΑΦ όπως π.χ. το σαλικυλικό νάτριο, αποδείχθηκε ότι δεσμεύουν το IKK-β43 και αναστέλλουν την δραστηριότητα του πρωτεασώματος 44 μειώνοντας δυνητικά την αποικοδόμηση του IκB άρα και την ενεργοποίηση κάποιων διεγερτικών μονοπατιών του NFB. 

Tο NFαναφέρεται στην βιβλιογραφία και σαν Πυρηνικός παράγοντας Kappa-B Υπομονάδα 1.