12-11-2013

Δισκογενής πόνος. Φυσιολογία-Παθοφυσιολογία. Σεπτέμβριος 2018

Δισκογενής πόνος. Φυσιολογία-Παθοφυσιολογία. Σεπτέμβριος 2018.
 
 
Σαν χρόνιος δισκογενής πόνος, ορίζεται ο πόνος σε κάποια  περιοχή της σπονδυλικής στήλης, που οφείλεται σε κάποια βλάβη του μεσοσπονδυλίου δίσκου και που διαρκεί περισσότερο από 3 μήνες. Ανάλογα με το επίπεδο που εντοπίζεται εκφράζεται κλινικά σαν αυχεναλγία, θωρακαλγία ή οσφυαλγία. Πρόκειται για έναν από τους συχνότερους πόνους του ανθρώπου ο oποίος παρά τον μεγάλο επιπολασμό του, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και παρόλο που έχουν ασχοληθεί με αυτόν χιλιάδες επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων, για πολλές δεκαετίες, χρησιμοποιώντας ό,τι πιο σύγχρονο ερευνητικό μέσον υπάρχει, ο παθοφυσιολογικός μηχανισμός του εξακολουθεί να είναι άγνωστος. 
 
Μια επισταμένη έρευνα στο διαδίκτυο για αρκετό καιρό κατέληξε στα εξής δύο συμπεράσματα: 1) Δεν υπάρχει σαφής παθοφυσιολογικός μηχανισμός για τον χρόνιο δισκογενή πόνο και 2) Εχουν δημοσιευθεί περισσότερες από 200 «τεκμηριωμένες» θεραπείες του, οι οποίες  εφαρμόζονται είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμούς, με αμφισβητήσιμα αποτελέσματα, γεγονός που σημαίνει ότι  πρακτικά ο χρόνιος δισκογενής πόνος δεν έχει θεραπεία. 
 
Θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τα ευρήματα μιας τέτοιας έρευνας στον τομέα του παθοφυσιολογικού μηχανισμού, ευρήματα που μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο χρόνιος δισκογενής πόνος,  στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι ένας καθαρά περιφερικού τύπου νευροπαθητικός  πόνος και ότι η μέχρι σήμερα αντιμετώπισή του σαν να είναι αμιγής φλεγμονώδης πόνος με αλλεπάλληλες εξάρσεις και υφέσεις, μας έχει οδηγήσει στο να χορηγούμε στο μεγαλύτερο αριθμό των περιπτώσεων μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) με συνέπεια τα θεραπευτικά μας αποτελέσματα να είναι σχεδόν απογοητευτικά.
 
Σαν νευροπαθητικός πόνος ορίζεται αυτός που προκύπτει από μία βλάβη σε κάποια περιοχή του σωματοαισθητικού συστήματος. Το σωματοαισθητικό σύστημα αρχίζει από τα περιφερικά νεύρα, περνά από τον νωτιαίο μυελό και καταλήγει στην σωματοαισθητική περιοχή του βρεγματικού λοβού του εγκεφάλου. Περιφερικός νευροπαθητικός πόνος είναι αυτός που τουλάχιστον η αρχική βλάβη του αφορά το περιφερικό νεύρο. Στην προκειμένη περίπτωση η βλάβη αφορά κάποιο από τα νωτιαία νεύρα από τις περιφερικές ελεύθερες απολήξεις του μέχρι τις συνάψεις του στον νωτιαίο μυελό.
 
Ολοι σχεδόν συμφωνούμε ότι το βασικότερο αίτιο του χρόνιου δισκογενή πόνου είναι η εκφύλιση του μεσοσπονδύλιου δίσκου. Για να διευκολυνθεί η συζήτηση ας δεχθούμε αυτό σαν μοναδικό γενεσιουργό αίτιο και ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε πως η κατάσταση αυτή μπορεί να προκαλέσει χρόνιο νευροπαθητικού τύπου πόνο. Πιο απλά εάν η εκφυλιστική δισκοπάθεια per se μπορεί να προκαλέσει βλάβη περιφερικού νεύρου. Δεν θα αναφερθούμε βέβαια στην περίπτωση της κήλης του πηκτοειδούς πυρήνα του μεσοσπονδυλίου δίσκου εκτός δίσκου και της ριζίτιδας ή ριζοπάθειας που προκαλεί, διότι εκεί τα πράγματα από πλευράς παθοφυσιoλογικού μηχανισμού, είναι πολύ πιο απλά και θα τα περιγράψουμε στη συνέχεια.
 
Η ανατομία του μεσοσπονδυλίου δίσκου
 
Κάθε μεσοσπονδύλιος δίσκος αποτελείται από 3 βασικά δομικά μέρη: Τον πηκτoειδή πυρήνα, τον ινώδη δακτύλιο και τις τελικές σπονδυλικές πλάκες. Τα 3 αυτά δομικά στοιχεία συντίθενται  από πρωτεογλυκάνες, κολλαγόνο και νερό σε διαφορετικές αναλογίες.
Ο πηκτοειδής πυρήνας ευρίσκεται στο κέντρο και ολίγο προς την οπίσθια επιφάνεια του δίσκου και περιβάλλεται από τον ινώδη δακτύλιο. Είναι μαλακός, εύπλαστος και ελαστικός διότι περιέχει άφθονο νερό και πρωτεογλυκάνες (aggrecan)  που συγκρατούνται μεταξύ τους από ίνες του κολλαγόνου τύπου ΙΙ και ίνες ελαστίνης όπως και από μερικά φυσσαλιδόμορφα κύτταρα. Εχει υφή γέλης και το σχήμα του είναι ωοειδές το οποίο  μεταβάλλεται σε κάθε αλλαγή της θέσης της σπονδυλικής στήλης. Δεν φέρει νεύρα και αγγεία και διατρέφεται από τα αγγεία της περιφέρειας του δίσκου με διαπότιση.
 
Ο  ινώδης δακτύλιος περιβάλλει εξωτερικά τον μεσοσπονδύλιο δίσκο και αποτελείται από 10-12 στρώματα (πέταλα) από άκαμπτο ινωματώδη κολλαγονικό ιστό (κολλαγόνο τύπου Ι). Προς τα εμπρός η ακαμψία του ενισχύεται από τον πρόσθιο επιμήκη σύνδεσμο και προς τα οπίσω από τον οπίσθιο επιμήκη σύνδεσμο. Η θέση του πηκτοειδή πυρήνα δεν είναι στο κέντρο του δίσκου αλλά λίγο προς τα οπίσω και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ο ινώδης δακτύλιος να είναι στην οπίσθια περιοχή πιο λεπτός, λιγότερο ανθεκτικός,  άρα να υφίσταται πιο εύκολα  ρωγμές. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι περισσότερες κήλες των μεσοσπονδυλίων δίσκων έχουν οπίσθια ή οπισθιοπλάγια φορά. Ο ινώδης δακτύλιος αποτελεί το 60% του όγκου του μεσοσπονδυλίου δίσκου.
 
Οι τελικές σπονδυλικές πλάκες είναι σκληρές, αποτελούνται από υαλοειδές κολλαγόνο και συνδέουν στερεά τον μεσοσπονδύλιο δίσκο με τα σώματα των σπονδύλων δημιουργώντας μια αμφιάρθρωση. Δομικά φέρουν καθόλη την επιφάνειά τους πόρους που περιέχουν αγγεία που τροφοδοτούν τον μεσοσπονδύλιο δίσκο με θρεπτικά συστατικά.
 
Ολες οι δομές που περιγράψαμε φέρουν αισθητικές απολήξεις  του πόνου εκτός από τον πηκτοειδή πυρήνα.
 
Τα νωτιαία νεύρα της σπονδυλικής στήλης (ΣΣ) είναι 31 ζεύγη, 8 αυχενικά, 12 θωρακικά, 5 οσφυϊκά, 5 ιερά και 1 κοκκυγικό. Οι ρίζες των νωτιαίων νεύρων εξέρχονται από το σύστοιχο επίπεδο του νωτιαίου μυελού και είναι δύο. Η πρόσθια ρίζα φέρνει τις απαγωγές κινητικές ίνες, ενώ η οπίσθια έχει τις προσαγωγές αισθητικές ίνες (πόνου, αφής κ.λπ.). Στη συνέχεια οι δύο ρίζες ενώνονται σε ένα νεύρο και εξέρχονται από την σπονδυλική στήλη διαμέσου του μεσοσπονδυλίου τρήματος. Τα νωτιαία νεύρα  εξέρχονται κάτω από τον σύστοιχο σπόνδυλο.
 
Ενα από τα πιο σημαντικά αλλά και παραγνωρισμένα νεύρα της ΣΣ είναι ο μηνιγγικός κλαδος των νωτιαίων νεύρων που ονομάζεται παλίνδρομο μηνιγγικό νεύρο (sinuvertebral). Οι υποδοχείς του πόνου σε κάθε μεσοσπονδύλιο δίσκο ευρίσκονται στην οπίσθια και πλάγια εξωτερική επιφάνεια του ινώδους δακτυλίου του. Η πρόσθια επιφάνεια του ινώδους δακτύλιου φέρει ελάχιστους ή και καθόλου υποδοχείς του πόνου. Οι νευρικές ίνες που μεταφέρουν τα ερεθίσματα από αυτούς τους υποδοχείς συγκεντρώνονται σε δέσμες και σχηματίζουν το  παλίνδρομο μηνιγγικό νεύρο. Το ίδιο νεύρο λαμβάνει και αισθητικές ίνες του πόνου α) από τον οπίσθιο επιμήκη σύνδεσμο, ιδιαίτερα από την περιοχή που αυτός συνδέεται με την οπίσθια επιφάνεια του ινώδους δακτυλίου του σύστοιχου μεσοσπονδυλίου δίσκου, β) από τις σύστοιχες ζυγοαποφυσιακές αρθρώσεις, γ) από την μήνιγγα και δ) από το περιόστεο του σπονδύλου.
 
Πλην των αισθητικών ινών το παλίνδρομο μηνιγγικό νεύρο φέρει και άφθονες ίνες του συμπαθητικού συστήματος που νευρώνουν τα αγγεία, φλέβες και αρτηρίες της περιοχής. Το παλίνδρομο μηνιγγικό νεύρο εξέρχεται  από τον νωτιαίο μυελό και ακολουθεί  το σύστοιχο μεσοσπονδύλιο τρήμα. (Raoul S., et al. 2003).
 
Φυσιολογία του μεσοσπονδυλίου δίσκου.
 
Ο ινώδης δακτύλιος αποτελείται από κυκλοτερή πέταλα δομημένα από κολλαγόνο τύπου Ι. Οι ίνες αυτού του τύπου του κολλαγόνου είναι εξαιρετικά ανθεκτικές. Για να μπορέσει κάποιος να διασπάσει μια ίνα πάχους 1mm χρειάζεται να εφαρμόσει δύναμη τουλάχιστον 10 Kgr. Από τον ίδιο τύπο κολλαγόνου είναι δομημένα και τα οστά και οι τένοντες.
 
Ο πηκτοειδής πυρήνας αποτελείται από πρωτεογλυκάνες και νερό. Οι πρωτεογλυκάνες είναι συσσωματώματα γλυκοζαμινογλυκανών συνδεδεμένων σε ένα μακρύ μόριο υαλουρονικού οξέος. Οι πιο συχνές γλυκοζαμινογλυκάνες στον πηκτοειδή πυρήνα είναι η θειϊκή χονδροϊτίνη και η θειϊκή κερατίνη. Χαρακτηριστικό των γλυκοζαμινογλυκανών είναι ότι είναι αρνητικά φορτισμένα μόρια. Η χονδροϊτίνη μάλιστα έχει διπλάσιο αρνητικό φορτίο από την κερατίνη. Τα αρνητικά φορτία που διαθέτουν προσελκύουν μικρά θετικά φορτισμένα κατιόντα, όπως π.χ. νάτριο, ασβέστιο και μαγνήσιο, από το πλάσμα των αιμοφόρων αγγείων που ευρίσκονται στην περιφέρεια του δίσκου, σε τόσο μεγάλες ποσότητες, ώστε να επιτευχθεί ουδέτερο ηλεκτρικό φορτίο στην περιοχή. Οι μεγάλες αυτές συγκεντρώσεις των κατιόντων μέσα στον πηκτοειδή πυρήνα δημιουργούν μεγάλες οσμωτικές διαφορές συγκριτικά με το πλάσμα και έτσι μεγάλα ποσά νερού μετακινούνται και εισέρχονται στον μεσοσπονδύλιο δίσκο. Το νερό αυτό συγκρατείται από τις πρωτεογλυκάνες του πυρήνα, σε ποσοστό μέχρι και 250% του βάρους τους, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του τελευταίου και την απόκτηση του φυσιολογικού ωοειδούς σχήματός του. Ο πηκτοειδής πυρήνας σε φυσιολογικές συνθήκες και γύρω στην ηλικία των 30 ετών, αποτελείται από νερό σε ποσοστό 90%. Παράλληλα μαζί με το νερό παρασύρονται και θρεπτικά συστατικά από το πλάσμα στον πυρήνα, όπως π.χ. η γλυκόζη, που καλύπτουν τις διατροφικές ανάγκες του.
 
Οταν μια δύναμη εξασκείται στην σπονδυλική στήλη, π.χ. το βάρος του σώματος, ο οργανισμός προσπαθεί να την διαμοιράσει στα διάφορα στοιχεία που την αποτελούν έτσι ώστε να μειώσει προοδευτικά την εντασή της και στο τέλος να την εξουδετερώσει. Τα ανατομικά μόρια της ΣΣ που συμμετέχουν στην αντιμετώπιση των οποιονδήποτε δυνάμεων που εξασκούνται πάνω της, είναι το σώμα των σπονδύλων, οι μύες και οι σύνδεσμοι που προσφύονται στις εγκάρσιες και ακανθώδεις αποφύσεις τους, οι αποφυσιακές αρθρώσεις και τέλος οι μεσοσπονδύλιοι δίσκοι. Οι τελευταίοι φαίνεται ότι εξασφαλίζουν κατά μεγάλο μέρος την απορρόφηση των δυνάμεων που εξασκούνται στην σπονδυλική στήλη, ιδιαίτερα αυτών που έχουν σχέση με την βαρύτητα και έχουν κάθετη φορά.
 
Κάθε δύναμη που εξασκείται στον μεσοσπονδύλιο δίσκο επηρεάζει αρχικά τον πηκτοειδή πυρήνα που είναι και ο πλέον παραμορφώσιμος λόγω του άφθονου νερού που περιέχει. H εξωτερική δύναμη πιέζοντας τον πηκτοειδή πυρήνα μετατρέπεται σε υδροστατική και ο πυρήνας πιιεζόμενος από στρογγυλός γίνεται ωοειδής ή αποπλατύνεται. Ετσι οι κάθετες δυνάμεις μετατρέπονται σε οριζόντιες, απλώνονται κυκλοτερώς σαν κύματα προς όλες τις κατευθύνσεις, προσκρούουν στα αλλεπάλληλα σκληρά οριζόντια πέταλα του ινώδους δακτυλίου και προοδευτικά εξουδετερώνονται. Ο ινώδης δακτύλιος από την πλευρά του με την ελαστικότητα που διαθέτει αυξάνει με την πίεση ελάχιστα την διάμετρό του και μόλις παύσει η πίεση επανέρχεται στο κανονικό του μέγεθος. Εχει υπολογισθεί ότι για δύναμη 50 kgr η διάμετρος του ινώδους δακτυλίου αυξάνεται κατά 0,5 mm, ενώ για δύναμη 100 kgr αυξάνεται κατά 0,75 mm. Ο μεσοσπονδύλιος δίσκος δρα δηλαδή σαν ένας φυσικός αποσβεστήρας (αμορτισέρ) δυνάμεων και επιτρέπει στην ΣΣ να αντιμετωπίζει χωρίς προβλήματα τις πιέσεις που προκύπτουν από τις κάμψεις, τις στροφές, τις εκτάσεις, που εκτελεί κάθε στιγμή (Martin M., et al. 2002).
 
Παράλληλα με την αντιμετώπιση των δυνάμεων ή αντιστρεπτή παραμόρφωση του πηκτοειδή πυρήνα, δρώντας σαν σφουγγάρι, προκαλεί την είσοδο νερού και θρεπτικών συστατικών και την έξοδο μεταβολικών προϊόντων προς αποβολή. Η κίνηση δηλαδή είναι αυτή που διατρέφει τον πυρήνα και τον μεσοσπονδύλιο δίσκο, όπως ακριβώς γίνεται και στις αρθρώσεις όπου η κίνηση της άρθρωσης τρέφει τον αρθρικό χόνδρο με έναν παρόμοιο μηχανισμό.
 
Παθοφυσιολογία του μεσοσπονδυλίου δίσκου
 
Η φυσιολογική λειτουργία του μεσοσπονδυλίου δίσκου που μόλις περιγράψαμε διαταράσσεται είτε μετά από εξωγενή τραυματισμό, είτε από ενδογενείς παράγοντες όπως είναι π.χ. η κληρονομικότητα, η ηλικία κ.ά. Ανεξάρτητα από το αίτιο όλοι οι μέχρι σήμερα γνωστοί παράγοντες οδηγούν στην εκφυλιστική αλλοίωση του περιεχόμενου του μεσοσπονδυλίου δίσκου. Εάν το περιεχόμενο του μεσοσπονδυλίου δίσκου έχει αλλοιωθεί, τότε η δυνατότητά του να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις που εφαρμόζονται φυσιολογικά επάνω του, μειώνεται αισθητά και κάποια στιγμή αυτές αντί να απορροφήθούν, θα προκαλέσουν ρήγματα, κυρίως στον ινώδη δακτύλιο. Μέσα στα ρήγματα αυτά σε κάθε κίνηση της ΣΣ εισέρχονται τμήματα του πηκτοειδή πυρήνα, δημιουργώντας ενδοδισκικές κήλες.
 
Οι ενδοδισκικές κήλες με την πάροδο της ηλικίας αυξάνονται σε αριθμό και μέγεθος. Ο μεσοσπονδύλιος δίσκος δεν έχει την δυνατότητα να τις αποκαταστήσει πλήρως. Η προδευτική συγκέντρωσή τους στο οπίσθιο μέρος του δίσκου, εκεί που ο ινώδης δακτύλιος είναι λεπτότερος και λιγότερο ανθεκτικός, έχει σαν αποτέλεσμα να εξασκούν πίεση  στο οπίσθιο τοίχωμα του δίσκου, όπου είναι καλύτερα ανεπτυγμένο το σύστημα του πόνου. Η πίεση αυτή συνεχώς αυξάνεται και προκαλεί πόνο όταν ο εκφυλισμένος δίσκος πιέζεται, ακόμη και ελαφρά, από απλές δυνάμεις, που εξασκούνται πάνω του με τις καθημερινές δραστηριότητες του ατόμου, π.χ.  από την κάμψη του σώματος προς τα εμπρός.
 
Δύο είναι οι κυριότεροι ενδογενείς παράγοντες που οδηγούν στην εκφύλιση του μεσοσπονδύλιου δίσκου. Ο πρώτος έχει σχέση με την κληρονομικότητα. Μερικοί ανεβάζουν το ποσοστό της ευθύνης των κληρονομικών αιτίων στο 70%. Τα άτομα αυτά δεν μπορούν να δημιουργήσουν σωστά κολλαγονικά ινίδια, ούτε σωστές πρωτεογλυκάνες, λόγω των προβληματικών γονιδίων που διαθέτουν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τόσο ο πηκτοειδής πυρήνας όσο και ο ινώδης δακτύλιος να παρουσιάζουν δομική αστάθεια και να μην μπορούν να απορροφήσουν τις δυνάμεις που εξασκούνται στην σπονδυλική στήλη, με επακόλουθο οι δίσκοι τους να καταστρέφονται ταχύτερα. 
 
Ο δεύτερος σημαντικός λόγος είναι η ηλικία. Εχει διαπιστωθεί ότι, όπως στον αρθρικό χόνδρο των αρθρώσεων, έτσι και στον πηκτοειδή πυρήνα του μεσοσπονδύλιου δίσκου, με την άνοδο της ηλικίας, η αναλογία των δύο θεϊκών γλυκοζαμινογλυκανών, της κερατίνης και της χονδροϊτίνης, αλλάζει και επικρατεί η θειϊκή κερατίνη. Η τελευταία δεν είναι τόσο ισχυρά αρνητικά φορτισμένη με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσελκύσει, με τον μηχανισμό που ήδη περιγράψαμε, τόσο πολύ νερό. Από την ηλικία των 30 ετών μέχρι την ηλικία των 60 ετών το νερό που περιέχει ο πηκτοειδής πυρήνας μειώνεται κατά 60%. Η αφυδάτωση που δημιουργείται έχει σαν αποτέλεσμα την ελάττωση της ελαστικότητας και την μειωμένη απορρόφηση δυνάμεων.
 
Ο ινώδης δακτύλιος χωρίς την βοήθεια του πυρήνα επιβαρύνεται υπερβολικά και υφίσταται ρήξεις. Οσο μεγαλώνει το άτομο τόσο η αφυδάτωση γίνεται εντονότερη και τόσο οι ρήξεις μεγαλώνουν. Αρχικά γίνονται κάποιες προσπάθειες επιδιόρθωσης με την βοήθεια τοπικών μικροφλεγμονών, στη συνέχεια όμως, επειδή ο μεσοσπονδύλιος δίσκος δεν διαθέτει σημαντικές αναγεννητικές δυνατότητες, οι ρήξεις διευρύνονται και πλησιάζουν τα εξωτερικά πέταλα του ινώδους δακτυλίου γεμάτες από την γέλη του πηκτοειδούς πυρήνα (Zhang Yg., et al. 2009).
 
Οι ίνες που μεταφέρουν τον πόνο διεισδύουν σε φυσιολογικές συνθήκες στην οπίσθια εξωτερική στοιβάδα του ινώδους δακτυλίου σε βάθος 1-3 χιλιοστά. Οταν όμως η εκφύλιση του δίσκου έχει προχωρήσει τότε αισθητικές ίνες του πόνου έχουν ανευρεθεί ακόμη και στον πηκτοειδή πυρήνα ή το πρόσθιο μέρος του δίσκου. Σε κάθε αντιστρεπτή παραμόρφωση του μεσοσπονδυλίου δίσκου ακόμη και μετά από εφαρμογή και ελάχιστης δύναμης, οι κήλες πιέζουν την οπίσθια επιφάνεια του ινώδους δακτυλίου και προκαλούν πόνο. Η κλινική έκφραση αυτής της κατάστασης είναι ο δισκογενής πόνος ο οποίος ανάλογα με την μοίρα της σπονδυλικής στήλης που ευρίσκεται ο πάσχων δίσκος ονομάζεται αυχεναλγία, θωρακαλγία ή οσφυαλγία (Michael A., et al. 2006).
 
Ο δισκογενής πόνος αποτελεί έναν από τους συχνότερους πόνους του ανθρώπου και από πλευράς χρονικής διάρκειας χωρίζεται σε τρείς μεγάλες κατηγορίες: 1) Τον οξύ δισκογενή πόνο που διαρκεί μέχρι 1 μήνα. 2) Τον υποξύ που διαρκεί από 1-3 μήνες και 3) Τον χρόνιο  όταν ο πόνος στην περιοχή της ΣΣ διαρκεί περισσότερο από 3 μήνες. 
 
Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο επιπολασμός μόνο μιας περιοχής του δισκογενούς πόνου, της οσφυϊκής, δηλαδή η οσφυαλγία, στις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες,  κυμαίνεται από 60-70%, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής ενός ανθρώπου και το ποσοστό αυτό ανέρχεται με την πάροδο των ετών συνεχώς, όπως δείχνουν νέες επιδημιολογικές μελέτες (www.who.int/medicines/areas/ prioritymedicines/ Ch6_24LBP. Low Back Pain, World Health Organisation).
 
Οξύς δισκογενής πόνος 
 
Ο οξύς δισκογενής πόνος, ο οποίος εκφράζεται κλινικά  σαν οξεία αυχεναλγία, ή οξεία θωρακαλγία ή οξεία οσφυαλγία (Lumbago), οφείλεται συνήθως σε μια μικρή ή μεγάλη κήλη του πηκτοειδούς πυρήνα του μεσοσπονδυλίου δίσκου. Η κήλη αυτή είναι αποτέλεσμα της ρήξης των ινωδών δακτυλίων και προκαλεί πίεση του οπισθίου επιμήκους συνδεσμου.
 
Η βλάβη δημιουργείται συνήθως από υπερβολική πίεση των δομών ενός υγιούς ή παθολογικού  μεσοσπονδυλίου δίσκου από άρση βάρους ή άλλης δύναμης. Συνήθως σε ένα άτομο σωματικού βάρους 70 κιλών, ο μεσοσπονδύλιος δίσκος στο επίπεδο του Ο3-Ο4 σπονδύλου δέχεται όταν το άτομο είναι ξαπλωμένο ανάσκελα, βάρος 25 κιλών, όταν είναι ξαπλωμένο στο πλάϊ, βάρος 50 κιλών, όταν είναι όρθιο βάρος 100 κιλών. Οταν σκύψει ελαφρά προς τα εμπρός, το βάρος στον ίδιο μεσοσπονδύλιο δίσκο ανέρχεται στα 150 κιλά, εάν μάλιστα στην ίδια θέση σηκώσει και 25 κιλά, τότε το βάρος υπερβαίνει τα 220 κιλά. Επομένως η άρση κάποιου υπερβολικού βάρους για τις αντοχές κάποιου συγκεκριμένου  δίσκου δημιουργεί την κήλη του πηκτοειδούς πυρήνα. Είναι λογικό ότι όλοι οι δίσκοι δεν έχουν την ίδια αντοχή, ούτε όλοι οι άνθρωποι έχουν της ίδιας αντοχής δίσκους.
 
Ο δισκογενής πόνος οφείλεται στον ερεθισμό των αλγοϋποδοχέων των περιφερικών ινωδών πεταλίων του δίσκου και του οπίσθιου επιμήκους συνδέσμου από τις ουσίες του πηκτοειδούς πυρήνα που προκαλούν τοπική φλεγμονή και παραγωγή φλεγμονωδών και υπερλεγμονωδών κυτταροκινών, όπως προσταγλανδινών, ιντερλευκινών, TNF κ.ά.
 
Η συνήθης θεραπεία μιας μορφής, της πιο συχνής, του οξέος δισκογενούς πόνου, της οξείας οσφυαλγίας, απαιτεί μικρής διάρκειας ανάπαυση, μεγάλες δόσεις τοπικής αντιφλεγμονώδους θεραπείας, παρακεταμόλη, (μη στεοειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) το πολύ για 10 ημέρες το περισσότερο και υπομονή. Μια πρόσφατη μελέτη απέδειξε ότι και τα μυοχαλαρωτικά μπορούν να βοηθήσουν (Abdel Shaheed C., et al. 2016).
 
Μια μεγάλη μετα-ανάλυση μελετών που έγινε από Αυστραλούς και Βραζιλιάνους ερευνητές και αφορούσε 11000 περίπου ασθενείς, από 12 κράτη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι πάσχοντες από οξεία οσφυαλγία γίνονται καλά μέσα στις πρώτες 6 εβδομάδες ανεξάρτητα από την θεραπευτική μέθοδο που έχει χρησιμοποιηθεί. Ενα μικρό ποσοστό από τους υπόλοιπους βελτιώνεται κατά τη διάρκεια του 12μηνου που ακολουθεί, εφαρμόζοντας οποιαδήποτε από τις γνωστές θεραπευτικές μεθόδους (Costa O.P., et al. 2012).
 
Η οξεία οσφυαλγία είναι συνήθως η πρώτη εκδήλωση της χρόνιας οσφυαλγίας και πάρα πολλές φορές την συνοδεύει με διαδοχικές εξάρσεις σε όλη την διάρκειά της. Ερευνητές από το Sydney της Αυστραλίας μελέτησαν 1000 ασθενείς με οξεία οσφυαλγία με ειδικό ερωτηματολόγιο σε μια προσπάθεια να βρούνε τους παράγοντες που την εκδηλώνουν έτσι ώστε κάποιος αποφεύγοντάς τους, ίσως να μπορεί κάποιος να την προλάβει. Τα αποτελέσματά τους, τουλάχιστον για ένα μεγάλο μέρος τους,  ήταν ήδη γνωστά από άλλες μελέτες, όπως π.χ. το ότι η κόπωση προκαλεί κρίσεις οξείας οσφυαλγίας, αλλά βρέθηκαν και δύο νέοι παράγοντες που αξίζει να μνημονευθούν: 1) Οι κρίσεις της οξείας οσφυαλγίας εμφανίζονται συνήθως τις πρωινές ώρες μέχρι το μεσημέρι  και 2) Οι νέοι παθαίνουν πολύ συχνότερα οξεία οσφυαλγία όταν σηκώνουν βάρη απ’ όσο οι ηλικιωμένοι. (Steffens D., et al. 2015).
 
Θα ήθελα να τονίσω ότι τα τελευταία 30 χρόνια το μόνο που έχει αλλάξει ουσιαστικά στη θεραπεία της οξείας οσφυαλγίας, είναι η διάρκεια κατάκλισης του ασθενή. Παλαιότερα πιστεύαμε στην απόλυτη κατάκλιση για τουλάχιστον 4-5 ημέρες, τώρα σηκώνουμε τον ασθενή όσο το δυνατόν συντομότερα.
 
Η θεραπεία της οξείας αυχεναλγίας και της οξείας θωρακαλγίας δεν διαφέρει ιδιαίτερα. Στην πρώτη μάλιστα τοποθετούμε και αυχενικό μαλακό νάρθηκα (περιλαίμιο) για να περιορίσουμε τις κινήσεις του αυχένος μέχρι να παρέλθει η κρίση. Η αυχενική ριζαλγία είναι περισσότερο επίμονη από την θωρακαλγία και την οσφυαλγία και χρειάζεται πιο έντονη θεραπεία.
 
 

Από το βιβλίο του Δρ Αχιλλέα Γεωργιάδη "Χρόνιος πόνος" !