13-11-2013

Οι επιλεκτικοί αναστολείς της επαναπρόσληψης της Σεροτονίνης και Νοραδρεναλίνης. Σεπτέμβριος 2016.

Οι επιλεκτικοί  αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης και νοραδρεναλίνης.
Σεπτέμβριος 2016
 
 
Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει δύο φάρμακα την ντουλοξετίνη και την βενλαφαξίνη. Κύριος αντιπρόσωπος είναι η ντουλοξετίνη (Cymbalta).
 
Οι επιλεκτικοί αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs) όπως η φλουξετίνη (Ladose) κ.ά. δεν χορηγούνται για την θεραπεία του πόνου. Η ντουλοξετίνη (duloxetine) είναι ένας συνδυασμένος αναστολέας της επαναπρόσληψης σεροτονίνης (5-ΗΤ) και νορεπινεφρίνης (ΝΕ). Επίσης, αναστέλλει, ασθενώς, την επαναπρόσληψη της ντοπαμίνης και δεν έχει σημαντική συγγένεια με τους ισταμινεργικούς, τους ντοπαμινεργικούς, τους χολινεργικούς και τους αδρενεργικούς υποδοχείς. Η ντουλοξετίνη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ενηλίκων στις εξής ενδείξεις: Μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια (περιόδους με έντονη καταθλιπτική διάθεση που διαρκούν για τουλάχιστον δύο εβδομάδες), πόνο που προκαλείται από διαβητική περιφερική νευροπάθεια, διαταραχή γενικευμένου άγχους.
 
Η σεροτονίνη και η νοραδρεναλίνη είναι δύο από τους κυριότερους νευρομεταβιβαστές στον οργανισμό, δηλαδή ουσίες που ευθύνονται για τη μετάδοση νευρικών ερεθισμάτων στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Έχουν πολλές δράσεις στον οργανισμό και ελέγχουν πολλές λειτουργίες του όπως το συναίσθημα, το άγχος, την ούρηση, τη γαστρεντερική κινητικότητα κ.α.. Μια από αυτές τις λειτουργίες είναι και η αναστολή του πόνου στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Και οι δύο ευρίσκονται σε ειδικά κυστίδια στην προσυναπτική περιοχή, τα οποία εκβάλλουν το περιεχόμενό τους στην συναπτική σχισμή. Ένα μέρος της νοραδρεναλίνης και της σεροτονίνης συνδέεται με τους υποδοχείς τους στην μετασυναπτική περιοχή, ένα μέρος καταστρέφεται από τα ειδικά ένζυμα της συναπτικής σχισμής και ένα μέρος επαναπροσλαμβάνεται από ειδικούς υποδοχείς της προσυναπτικής περιοχής. Η επίδραση της σεροτονίνης και της νοραδρεναλίνης στον πόνο θεωρείται ότι οφείλεται στην ενίσχιση των κατιουσών ανασταλτικών οδών σε επίπεδο νωτιαίου μυελού, με αποτέλεσμα να αμβλύνονται τα σήματα του πόνου που κατευθύνονται προς τον εγκέφαλο μέσω των ανιουσών οδών.
 
Οι SNRIs είναι φάρμακα τα οποία εμποδίζουν την επαναρρόφηση της σεροτονίνης και νοραδρεναλίνης από την συναπτική σχισμή. Η δράση τους έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση των συγκεντρώσεων των δύο αυτών ουσιών στην περιοχή και την μεγαλύτερη καταστολή των ερεθισμάτων του πόνου. Βελτιώνουν
ακόμη την διαθέση, το άγχος, τον ύπνο και την κόπωση. Επειδή έχουν και σημαντική αντικαταθλιπτική δράση, δρώντας στον εγκέφαλο, θεωρούνται φάρμακα πρώτης γραμμής στην αντιμετώπιση του νευροπαθητικού πόνου. Εχουν λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από τα τρικυκλικά (Centreau RM et al., J Rheumatol 2005;32:1975-1985).
 
Η ντουλοξετίνη είναι συνδυασμένος αναστολέας της επαναπρόσληψης σεροτονίνης (5-ΗΤ) και νοραδρεναλίνης (ΝΑ) και αρχικά κυκλοφόρησε από την Lilly το 2004 σαν αντικαταθλιπτικό. Στις αρχές της κυκλοφορίας της η FDA πρόσθεσε στις προφυλάξεις την χρόνια ηπατική ανεπάρκεια αν και στη συνέχεια το φάρμακο δεν παρουσίασε ηπατικά προβλήματα στις συνηθισμένες δόσεις.
H ντουλοξετίνη ενδείκνυται σαν αντικαταθλιπτικό, αγχολυτικό, αναλγητικό στον κεντρικό και περιφερικό νευροπαθητικό πόνο και ιδιαίτερα στην επώδυνη διαβητική νευροπάθεια, στην ινομυαλγία, στον χρόνιο μυοσκελετικό πόνο που συνδέεται με οστεοαρθρίτιδα και στην χρόνια οσφυαλγία. Η ανασταλτική δράση της ντουλοξετίνης στον πόνο πιστεύεται ότι είναι αποτέλεσμα ενίσχυσης των ανασταλτικών κατιουσών οδών του άλγους στο κεντρικό νευρικό σύστημα. (Wang S.Y., et al. 2010).
 
Αντεδείκνυται σε άτομα που λαμβάνουν αναστολείς ΜΑΟ και σε άτομα που πάσχουν από γλαύκωμα κλειστής γωνίας. Η πιθανότητα να αυξήσει τις αυτοκτονικές τάσεις είναι παρόμοια με όλα τα αντικαταθλιπτικά. Δεν πρέπει να συγχορηγείται με thiothirazine, όπως phentermine, diethylpropion, amphetamine, sibutramine, methylphenidate, methamphetamine, cocaine και τραμαδόλη διότι μπορεί να δημιουργηθεί το σεροτονονικό σύνδρομο.
 
Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες της ντουλοξετίνης (εμφανίζονται σε περισσότερους από 1 στους 10 ασθενείς) είναι ναυτία (αδιαθεσία), πονοκέφαλος, ξηροστομία, υπνηλία και ζάλη. Οι περισσότερες από αυτές είναι ήπιας ή μέτριας μορφής, εμφανίζονται από την αρχή της θεραπείας και γίνονται πιο ήπιες κατά την πορεία αυτής. Η ντουλοξετίνη δεν πρέπει να χορηγείται σε άτομα που ενδέχεται να παρουσιάσουν υπερευαισθησία (αλλεργία) στη ντουλοξετίνη ή σε οποιοδήποτε άλλο από τα συστατικά του φαρμάκου. Ακόμη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης (άλλη ομάδα αντικαταθλιπτικών), με φλουβοξαμίνη (άλλο αντικαταθλιπτικό), ή με σιπροφλοξασίνη ή ενοξασίνη (τύποι αντιβιοτικών). Επίσης, η ντουλοξετίνη δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με ορισμένες ηπατικές νόσους ή σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία. Η θεραπεία δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με μη ελεγχόμενη υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση), λόγω κινδύνου εκδήλωσης υπερτασικής κρίσης (αιφνίδια, επικίνδυνα αυξημένη αρτηριακή πίεση). Όπως συμβαίνει και με τα άλλα αντικαταθλιπτικά, σε ασθενείς που λαμβάνουν ντουλοξετίνη έχουν παρατηρηθεί μεμονωμένα περιστατικά αυτοκτονικού ιδεασμού και συμπεριφορών, ειδικότερα κατά τις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας για την κατάθλιψη. Εάν κάποιος ασθενής που λαμβάνει ντουλοξετίνη έχει αυτοκαταστροφικές σκέψεις ή βιώματα σε οποιαδήποτε φάση της θεραπείας, θα πρέπει να το συζητήσει άμεσα με το γιατρό του.
 
Η υπερβολική χορήγηση ντουλοξετίνης ή η αλληλοεπίδρασή της με φάρμακα που ενισχύουν την δράση της, όπως π.χ. η τραμαδόλη, μπορεί να εκδηλώσει το σύνδρομο σεροτονίνης. Πρόκειται για κατάσταση που περιλαμβάνει ταχυκαρδία, υπέρταση, συμπτώματα μανίας, λογόρροια, σύγχυση, στομαχικές κράμπες, διάρροια, τρόμο, δυσαρθρία, αταξία, υπερθερμία, καρδιακή κάμψη και μπορεί να
καταλήξει σε θάνατο.
 
Η διακοπή του φαρμάκου πρέπει να γίνεται βαθμιαία διότι αλλιώς δημιουργούνται προβλήματα όπως δυσφορία, αϋπνία, υπομανία, σπασμοί, παραισθησίεςκ.ά. το γνωστό συνδρομο διακοπής των SSRIς.
 
Σε ό,τι αφορά την περιφερική διαβητική νευροπαθεια, η ντουλοξετίνη συγκρίθηκε με εικονικό φάρμακο σε μελέτες διάρκειας 12 εβδομάδων στις οποίες μετείχαν 809 διαβητικοί ενήλικες. Ο βασικός δείκτης μέτρησης της αποτελεσματικότητας ήταν η αλλαγή στην ένταση του πόνου κάθε εβδομάδα. Στις μελέτες αυτές, η μείωση του άλγους παρατηρήθηκε από την πρώτη εβδομάδα θεραπείας για χρονικό διάστημα έως 12 εβδομάδων.
 
Στις περιπτώσεις του διαβητικού περιφερικού νευροπαθητικού άλγους, η συνιστώμενη δόση είναι 60 mg την ημέρα, αλλά ορισμένοι ασθενείς μπορεί να απαιτούν την υψηλότερη δόση των 120 mg ημερησίως. Η απάντηση στο φάρμακο θα πρέπει να αξιολογείται μετά από δύο μήνες αγωγής και για να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα, απαιτείται διάρκεια χορήγησης τουλάχιστον για τρεις μήνες (Goldstein D., et al. 2005, Raskin J., et al. 2006, Wernicke J.F., et al. 2006).
 
Οστεοαρθρίτιδα και ντουλοξετίνη
 
Ενα άρθρο των Frakes και συν. παρέχει ενδείξεις ότι ο συνδυασμός Duloxetine μαζί με ΜΣΑΦ σε 524 ασθενείς που έπασχαν από οστεοαρθρίτιδα βελτίωνε στατιστικά σημαντικά τον πόνο και τη λειτουργικότητα τους συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο χωρίς να προκαλεί περισσότερες από τις συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες. Βέβαια η διάρκεια της μελέτης ήταν μικρή, μόνο 10 εβδομάδες και οι ασθενείς ήταν υποχρεωμένοι να λαμβάνουν ΜΣΑΦ σε διάφορες δόσεις. Παρ’ όλα αυτά επειδή οι ασθενείς παρουσίαζαν πριν από την μελέτη χρόνιο οστεοαρθριτικό πόνο που ήταν ανθεκτικός στα ΜΣΑΦ, η πρόταση των ερευνητών να προστίθεται και ντουλοξετίνη σε αυτές τις περιπτώσεις έχει μια βαρύτητα (Frakes E.P., et al. 2011).
 
Για την αντιμετώπιση του πόνου της οστεοαρθρίτιδας, οι κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν ως πρώτη γραμμή θεραπείας τα απλά αναλγητικά τύπου παρακεταμόλης, ως δεύτερη γραμμή τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και ως τρίτη γραμμή τα οπιοειδή (τραμαδόλη). 
 
Τα τελευταία χρόνια, η ντουλοξετίνη, έχει λάβει επίσημη ένδειξη από την FDA για τη θεραπεία περιπτώσεων χρόνιου πόνου όπως στη διαβητική περιφερική νευροπάθεια, την ινομυαλγία και προσφάτως την οστεοαρθρίτιδα.
 
Στο τελευταίο τεύχος του BMC Musculoskeletal Disorders δημοσιεύτηκε μια μετα-ανάλυση/σύγκριση των μελετών αποτελεσματικότητας της ντουλοξετίνης συγκριτικά με τις άλλες θεραπείες που χρησιμοποιούνται για τον πόνο της οστεοαρθρίτιδας επί αποτυχίας της αγωγής πρώτης γραμμής (παρακεταμόλη) (Myers J., et al. 2014).
 
Κριτήρια συμπερίληψης των μελετών ήταν να έχουν διάρκεια πάνω από 12 εβδομάδες και να χρησιμοποιούν ως δείκτη έκβασης τη μεταβολή στην κλίμακα WOMAC, η οποία εκτός από τον πόνο αξιολογεί και τη λειτουργικότητα και τη δυσκαμψία. Τελικά συμπεριλήφθηκαν 34 μελέτες (δημοσιευμένες από 1984 έως 2013) και μετά από την κατάλληλη στατιστική ανάλυση, σε μερικές μελέτες προέκυψε υπεροχή της ετορικοξίμπης σε σχέση με τη ντουλοξετίνη, και σε άλλες υπεροχή της ντουλοξετίνης σε σχέση με την τραμαδόλη και την οξυκωδόνη. Τα ευρήματα αυτά όμως δεν ήταν σταθερά σε μεγάλο αριθμό μελετών και δεν μπορούν να γενικευθούν. Δείχνουν όμως πιθανώς ότι η ντουλοξετίνη είναι μια χρήσιμη εναλλακτική λύση για τη θεραπεία του χρόνιου πόνου της ΟΑ επί αποτυχίας της βασικής θεραπευτικής αγωγής με απλά αναλγητικά, ίσως μάλιστα περισσότερο σε περιπτώσεις όπου συνυπάρχει και ινομυαλγία (Δ. Καρόκης, Μυοσκελετικά νέα, 1-7-2014, www.myoskeletiko.com).
 
Ο πόνος στην οστεοαρθρίτιδα των ηλικιωμένων ατόμων είναι συχνός και μειώνει την ποιότητα ζωής ενώ παράλληλα τα άτομα αυτά βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για παρενέργειες από διάφορες φαρμακευτικές παρεμβάσεις. Στο συγκεκριμένο άρθρο έγινε μια ανάλυση (post hoc analysis) 2 μελετών, διάρκειας 13 εβδομάδων, με τυχαιοποίηση σε ντουλοξετίνη 60 mg/day ή placebo και υποκατηγοριοποίηση σε 2 ηλικιακές ομάδες (πάνω ή κάτω των  65 ετών) ασθενών με πόνο από ΟΑ γόνατος (Micca J.L., et al. 2013). Στο τέλος της μελέτης, οι ασθενείς κάθε ομάδας υπό ντουλοξετίνη είχαν σημαντικά μεγαλύτερη βελτίωση στον πόνο σε σχέση με ασθενείς υπό εικονικό φάρμακο, χωρίς κάποια σημαντική επίδραση της ηλικίας στην ανταπόκριση Αύξηση της δόσης στα 120 mg, σε μη ανταποκρινόμενους ασθενείς δεν είχε κάποιο σημαντικό πλεονέκτημα. Μεταξύ των ανεπιθύμητων ενεργειών του φαρμάκου, μόνο η ζάλη ήταν σημαντική έναντι της αγωγής με placebo και αυτό μόνο σε νέους ηλικιακά ασθενείς (6.6% versus 0.6%, p=0.02) (Νίκας Σ., Μυοσκελετικά νέα, 18-9-2013, www.myoskeletiko.com).
 
Νευροπαθητικός πόνος από χημειοθεραπεία και ντουλοξετίνη
 
Είναι γνωστό ότι η χημειοθεραπεία με ταξάνες, πλατίνη ή αλκαλοειδή της vinca μπορεί να προκαλέσει σε ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 20 έως 40%, χρόνιο περιφερικό νευροπαθητικό πόνο που οφείλεται στην νευροτοξικότητα των παραπάνω φαρμάκων. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνει έντονα την ήδη κακή ποιότητα ζωής των ασθενών.
 
Στην παρούσα εργασία οι ερευνητές σχεδίασαν μια τυχαιοποιημένη, διπλή τυφλή, διασταυρούμενη μελέτη που περιέλαβε 220 καρκινοπαθείς, για να διαπιστώσουν εάν η ντουλοξετίνη μπορεί να ελέγξει το πόνο της περιφερικης νευροπάθειας που προκαλεί η χημειοθεραπεία με ταξάνες ή οξαπλατίνη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μετά από θεραπεία 5 εβδομάδων με ντουλοξετίνη οι ασθενείς παρουσίασαν σημαντική βελτίωση του άλγους τους σε ποσοστό στατιστικά σημαντικό συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο (1.06 έναντι 0.34, P=0.003). Σύμφωνα με τους ερευνητές οι ασθενείς που είχαν λάβει πλατίνες βελτιώθηκαν πολύ περισσότερο από αυτούς που έλαβαν ταξάνες (p = 0.13).
 
Ο περιφερικός νευροπαθητικός πόνος μετά από χημειοθεραπεία είναι ένας από τους πιο δύσκολα θεραπεύσιμους πόνους. Η μελέτη αυτή παρέχει αρκετά στοιχεία ώστε να προστεθεί και η ντουλοξετίνη στους διάφορους συνδυασμούς φαρμάκων που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα (Lavoie Smith E.M., et al. 2013).
 
Ινομυαλγία και ντουλοξετίνη
 
Η ινομυαλγία περιλαμβάνεται ακόμη σε εκείνες τις παθήσεις του μυοσκελετικού συστήματος, στις οποίες ελάχιστα είναι γνωστά για την παθοφυσιολογία τους και ακόμη λιγότερα για την αποτελεσματική θεραπεία τους. Παρόλο που ο επιπολασμός της νόσου ανέρχεται στο 6% περίπου διεθνώς σύμφωνα με τα νέα κριτήρια, προσβάλλοντας 7 φορές περισσότερο τις γυναίκες, οι εργασίες που να στηρίζονται στις αρχές της ιατρικής δι αποδείξεων είναι λίγες και ο συνολικός αριθμός των ασθενών που περιλαμβάνουν, μικρός για να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα (Traynor L.M., et al. 2011).
 
Από πλευράς κλινικής έκφρασης, η νόσος πλην των ≪χαρακτηριστικών≫ σημείων άλγους που συνοδεύονται πάντα με αλλοδυνία, δεν έχει κάτι άλλο που να βοηθά στη διάγνωση. Ακόμη λιγότερα είναι τα στοιχεία που συγκεντρώνει κανείς από τις εργαστηριακές εξετάσεις, οι οποίες μόνον βοηθούν στο αποκλεισμό κάποιων άλλων νόσων του μυοσκελετικού συστήματος. Συμπερασματικά, η ινομυαλγία είναι μια νόσος που ≪διαγιγνώσκεται≫ εξ αποκλεισμού.
 
Για την θεραπεία της έχουν χρησιμοποιηθεί πάρα πολλά φάρμακα, από απλά αναλγητικά μέχρι οπιοειδή, αντιεπιληπτικά, SNRIs, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και πολλά άλλα. Ολα αυτά συνδυάζονται με υδροθεραπεία, φυσιοθεραπεία και άλλες φυσικές μεθόδους σε μία προσπάθεια να επιτευχθεί μείωση του πόνου κατά 30%. Σύμφωνα με τα δεδομένα της διεθνούς βιβλιογραφίας, τα 3 κλασικά φάρμακα που έχουν εγκριθεί για την αντιμετώπιση της νόσου στις ΗΠΑ, δηλαδή η pregabalin, η ντουλοξετίνη και το milnacipran, μπορεί κάποιος να τα χρησιμοποιήσει ανάλογα με το προεξάρχον σύμπτωμα ως εξής: Εάν ο πόνος είναι το κύριο ενόχλημα του ασθενή προτιμάται η pregabalin, ενώ εάν η ψυχική παράμετρος που δημιουργεί την νόσο είναι πιο σημαντική τότε προτιμώνται τα άλλα δύο (Choy E., et al. 2011).
 
Μια άλλη μεταανάλυση 11 διπλών τυφλών μελετών που αφορούσαν 6388 ασθενείς, έδωσε καινούργια στοιχεία. Οι συγγραφείς αφού ανέλυσαν τα δεδομένα μετά από διετή χορήγηση των ανωτέρων φαρμάκων κατέληξαν στα εξής: α) Το ΝΝΤ για μείωση κατά 30% του πόνου ήταν 7,2 για την ντουλοξετίνη, 8,6 για την pregabalin και 19,0 για το milnacipran. β) Το ΝΝΗ για έξοδο από την θεραπεία ήταν 14,9 για την ντουλοξετίνη και 7,6 για την pregabalin και το milnacipran. γ) Παρ’ όλο που δεν είναι στατιστικά σημαντικό φαίνεται ότι υπαρχει μια τάση για καλύτερο αποτέλεσμα στον πόνο, στις διαταραχές του ύπνου και της ψυχικής διάθεσης με την ντουλοξετίνη, παρά με τα δύο άλλα που δείχνουν καλύτερα στην
αντιμετώπιση της χρόνιας κόπωσης. δ) Η ντουλοξετίνη και το milnacipran προκαλούν περισσότερες κεφαλαλγίες και ναυτία παρά η pregabalin, ενώ η χορήγηση ντουλοξετίνης προκαλεί και περισσότερες διάρροιες (Hauser W., et al. 2010).
 
Παρ’ όλο που η μεταανάλυση κλινικών μελετών αποτελεί ένα από τα καλύτερα εργαλεία της ιατρικής δι’ αποδείξεων, προσωπικά πιστεύω ότι τα παραπάνω αποτελέσματα θα μεταβληθούν αρκετές φορές στο μέλλον, διότι εξαρτώνται από ποιες κλινικές μελέτες επιλέγει ο κάθε ερευνητής για μεταανάλυση. Επιπλέον σε μια νόσο που δεν είναι γνωστό κάθε φορά το αίτιο και απ’ ό,τι φαίνεται υπάρχουν πολλά, η θεραπευτική αντιμετώπιση είναι λογικό να έχει πολλά κενά και γκρίζες ζώνες.
 
O συνδυασμός πρεγκαμπαλίνης και ντουλοξετίνης, έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές από ιατρούς που ασχολούνται με το πρόβλημα της θεραπείας της ινομυαλγίας. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι πρώτη φορά (Ιούλιος 2016) που δημοσιεύεται τυχαιοποιημένη διπλή τυφλή ελεγχόμενη και διασταυρούμενου σχεδιασμού μελέτη η οποία συγκρίνει το θεραπευτικό αποτέλεσμα του προαναφερόμενου συνδυασμού, αφ’ ενός με κάθε ένα από τα φάρμακα ξεχωριστά αλλά και με το εικονικό φάρμακο σε 39 ασθενείς και για 6 εβδομάδες.Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο συνδυασμός των δύο φαρμάκων κατόρθωσε να μειώσει περισσότερο τον πόνο: α) από το εικονικό φάρμακο (p=0,001), β) από την πρεγκαμπαλίνη μόνη της (p=0,001) και γ) από την ντουλοξετίνη μόνη της (p=0,001). Αν και τα παραπάνω θετικά θεραπευτικά αποτελέσματα συνοδεύτηκαν με σημαντική αύξηση του κινδύνου για υπνηλία, οι ερευνητές πιστεύουν ότι ο συνδυασμός είναι μια χρήσιμη θεραπευτική λύση και θα πρέπει να γίνουν περισσότερες μελέτες, έτσι ώστε να καθιερωθεί στη θεραπευτική αντιμετώπιση της ινομυαλγίας (Gilron I., et al. 2016).
 
Mελέτες δείχνουν ότι τα συμπληρώματα διατροφής με ωμέγα 3 λιπαρά, αλλά και τα λιπαρά οξέα που ανευρίσκονται στα ψάρια, μπορούν να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών. Σε μια από αυτές, την πιο πρόσφατη, οι ερευνητές εξέτασαν τα δεδομένα από 8 κλινικές μελέτες που έλαβαν χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και άλλα δεδομένα και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα συμπληρώματα φαίνονται να βοηθούν τους ασθενείς με κατάθλιψη υπό αγωγή στην αντιμετώπιση της νόσου. Η μελέτη εξέτασε τα αποτελέσματα μελετών στις οποίες οι ασθενείς που νίκησαν την κατάθλιψη ελάμβαναν είτε αντικαταθλιπτική αγωγή και συμπλήρωμα με ωμέγα 3 λιπαρά, είτε ελάμβαναν placebo και συμπλήρωμα με ωμέγα 3 λιπαρά. Η διαφορά που προέκυψε ανάμεσα στις δύο ανωτέρω ομάδες ήταν πολύ σημαντική (Sarris J. et al. 2016).
 
Σεροτονίνη και κατάθλιψη (6/2023)
 

Μια ομάδα από 30 Πανεπιστημιακούς και ερευνητές στην ψυχιατρική και ψυχοφαρμακολογία διαφωνούν με ένα άρθρο το οποίο δημοσιεύθηκε τον περασμένο χρόνο και επέμενε ότι η πτώση της Σεροτινίνης στον οργανισμό, προκαλεί κατάθλιψη και μάλιστα είναι από τους πρωταρχικούς παράγοντες. Οι συγγραφείς επιμένουν στα συμπερασματά τους (6/2023). (https://doi.org/10.1038/s41380-023-02095-y και No Evidence Low Serotonin Causes Depression? - Μedscape - Jul 22, 2022).